Δύο κορυφαίοι Γάλλοι οικονομολόγοι και χρηματοοικονομικοί σύμβουλοι επισημαίνουν ότι η χώρα, αν θέλει, μπορεί να σωθεί σε μία πενταετία και να βρει τον δρόμο της ανάπτυξης
του Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου, Ναυτεμπορική, 20/6/2011
Γνωστός οικονομολόγος, συγγραφέας και τραπεζίτης για μία περίοδο, ο κ. Ζακ Ατταλί διευθύνει σήμερα μία εταιρεία συμβούλων για την χορήγηση μικροπιστώσεων στην Αφρική και σε επιχειρήσεις των αναπτυσσόμενων χωρών. Ο κ. Πατρίκ Αρτύς, επίσης γνωστός καθηγητής οικονομολόγος και συγγραφέας, διευθύνει το τμήμα ερευνών της γαλλικής τράπεζας Natixis και θεωρείται ένας από τους πιο έγκυρους ειδικούς στα θέματα της ευρωζώνης. Οι απόψεις λοιπόν αυτών των δύο ανθρώπων της οικονομίας, όπως διατυπώθηκαν σε πρόσφατη εκδήλωση για την ελληνική κρίση στον Όμιλο Γαλλόφωνων Οικονομολόγων του Βελγίου, παρουσιάζουν ξεχωριστό ενδιαφέρον σε τούτες τις κρίσιμες ημέρες για την ελληνική οικονομία.
Αναφερόμενος στην ελληνική κρίση, ο Ζακ Ατταλί υπογράμμισε με έμφαση ότι πρόκειται για ευρωπαϊκή πρωτίστως κρίση, η οποία έχει τις ρίζες της στις τεράστιες αλλαγές που έγιναν στην παγκόσμια οικονομία τα τριάντα τελευταία χρόνια. Ο αλλαγές αυτές δεν ελήφθησαν όπως θα έπρεπε υπ’ όψιν στην οικοδόμηση της οικονομικής και νομισματικής ένωσης (ΟΝΕ), με αποτέλεσμα σήμερα οι αγορές να είναι καχύποπτες έναντι της ευρωζώνης και της αποτελεσματικότητάς της στην αντιμετώπιση του συνολικού της χρέους.
Υπό αυτή την έννοια, ο Γάλλος οικονομολόγος πιστεύει ότι τα σχέδια διάσωσης της Ελλάδας, της Ιρλανδίας και της Πορτογαλίας δεν πρόκειται να κάμψουν την καχυποψία των αγορών όσο οι τελευταίες θα διαπιστώνουν ότι η ευρωζώνη πάσχει από σοβαρό πολιτικό έλλειμμα. «Από την άλλη πλευρά, οι αγορές, οι οποίες έχουν αποκτήσει πλέον και τεράστια δύναμη έναντι της πολιτικής, στο μέτρο που βλέπουν ότι στις αναπτυγμένες χώρες το συνολικό δημόσιο χρέος τους αντιπροσωπεύει το 82% του ΑΕΠ τους και η τάση είναι ανοδική, θα είναι πολύ διστακτικές στην επίδειξη εμπιστοσύνης. Έτσι, θα ποντάρουν στην κατάρρευση της ευρωζώνης, η οποία στους μήνες που ακολουθούν θα πρέπει να αντλήσει από τις αγορές περί τα 700 δισεκατ. ευρώ συνολικά. Πέρα, όμως απ οτοον δανεισμό, η Ευρώπη αντιμετωπίζει και ένα αρκετά σοβαρό πρόβλημα ρυθμών ανάπτυξης. Με τους σημερινούς ρυθμούς, η δημιουργία δημοσιονομικών πλεονασμάτων είναι προβληματική –γεγονός που οδηγεί σε μάλλον ζοφερές προοπτικές. Ένα άλλο σοβαρό πρόβλημα είναι αυτό της ανορθόλογης χρησιμοποίησης του χρέους, με κλασσική την ελληνική περίπτωση», τόνισε ο Ζακ Ατταλί.
Πρόσθεσε δε ότι στην Ελλάδα, και όχι μόνον, κατασπαταλήθηκαν τεράστια και πολύτιμα για την ανάπτυξη κεφάλαια, ένα μέρος των οποίων χρηματοδότησε συντεχνιακά προνόμια. «Με άλλα λόγια, η Ελλάδα έχει αυτό που αποκαλείται κακό χρέος, πράγμα που κάνει κρισιμότερη την έξοδό της από την θανάσιμη θηλειά που σφίγγει τον λαιμό της», υπογράμμισε ο πρώην σύμβουλος του προέδρου Φρ.Μιττεράν.
Στο πλαίσιο αυτό, πρότεινε την δημιουργία ενός ευρωπαϊκού υπουργείου Οικονομικών, τάχθηκε σαφώς υπέρ της έκδοσης ευρωομολόγου και τόνισε ότι το ελληνικό χρέος πρέπει να επεκταθεί στα 20 χρόνια, με γενναία χρηματοδότησή του. Όμως, η χρηματοδότηση αυτή είναι ανάγκη να μετατρέψει το κακό ελληνικό χρέος σε καλό. Δηλαδή, τα δανειακά κεφάλαια να χρησιμοποιηθούν για έρευνα και ανάπτυξη, καινοτομίες, δημιουργία επιχειρήσεων υψηλής προστιθέμενης αξίας και ριζική αναμόρφωση του εκπαιδευτικού συστήματος. «Όλα αυτά δεν υπαγορεύονται, ούτε επιβάλλονται. Πρέπει να τα θέλουν οι Έλληνες…», είπε ο Ζακ Ατταλί.
«Συμφωνώ με τον προλαλήσαντα», τόνισε ο καθηγητής Πατρίκ Αρτύς, που διδάσκει στην Πολυτεχνική Σχολή του Παρισιού. «Δυστυχώς, η Ελλάδα κατασπατάλησε πολύτιμους κοινοτικούς πόρους και εξίσου σημαντικά δανειακά κεφάλαια. Γι αυτό σήμερα μεγάλο της πρόβλημα είναι ότι δεν διαθέτει τα απαιτούμενα για την εποχή της παγκοσμιοποίησης μέσα, ώστε να μπορέσει, εντός μιας πενταετίας, να βρει ικανοποιητικούς αναπτυξιακούς ρυθμούς. Γι αυτό, μια ενδεχόμενη έξοδός της από την ευρωζώνη θα ήταν καταστροφική για την χώρα.
»Αν λοιπόν η Ελλάδα θέλει να παραμείνει στην ευρωζώνη, η από μέρους της εφαρμογή του μνημονίου είναι μονόδρομος. Διότι μόνον έτσι θα αντιμετωπίσει το τεράστιο πρόβλημα των διδύμων ελλειμμάτων, το οποίο είναι και η αφετηρία των προβλημάτων της ελληνικής οικονομίας. Στο πλαίσιο αυτής της κατάστασης, το μνημόνιο αποσκοπεί στην δέσμευση των πολιτικών να εξαφανίσουν τα δημοσιονομικά ελλείμματα, να μειώσουν το δημόσιο χρέος, να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της χώρας περιορίζοντας την σπατάλη στο Δημόσιο, βελτιώνοντας τον ανταγωνισμό στις αγορές των προϊόντων και των υπηρεσιών (κλειστά επαγγέλματα) και, κυρίως, απελευθερώνοντας την αγορά εργασίας από τις εργασιακές συλλογικές συμβάσεις και τον θεσμικό προστατευτισμό, που εμποδίζουν τις ευέλικτες μορφές εργασίας.
Στο τέλος, αυτό που επιδιώκει, τόσο για το καλό της Ελλάδας όσο, αναμφίβολα, και για το συμφέρον των δανειστών της, αλλά κα αυτών που μοιράζονται κοινούς θεσμούς με αυτήν (π.χ. κοινό νόμισμα), είναι να μπει η χώρα σε πορεία διατηρήσιμης οικονομικής ανάπτυξης», είπε ο Πατρίκ Αρτύς. Για να προσθέσει και αυτός ότι η επίτευξη του στόχου θα απαιτήσει το λιγότερο μία πενταετία, αλλά κατά κύριο λόγο εξαρτάται από την βούληση της ελληνικής πολιτικής τάξης και του ελληνικού λαού.
Για την Ευρώπη, ο Γάλλος καθηγητής τόνισε ότι το δημοσιονομικό σφίξιμο είναι αναπόφευκτο, γιατί με δεδομένο το ύψος των σημερινών δημοσίων χρεών η Ευρωπαϊκή Ένωση δύσκολα θα βελτιώσει την παραγωγικότητά της και άρα θα κάνει πιο ανταγωνιστική την βιομηχανία της. Έτσι, ο Πατρίκ Αρτύς προβλέπει ότι, για τα επόμενα επτά χρόνια, η ΕΕ θα είναι με την πλάτη στον τοίχο, γι αυτό είναι ζωτικό να προχωρήσει σε σοβαρές λήψεις πολιτικών αποφάσεων. Διότι, είτε μάς αρέσει είτε όχι, η ΕΕ αντιμετωπίζει μία σοβαρή κρίση του κράτους προνοίας, που είναι μάλλον δίχως επιστροφή.
«Σε μια τέτοια λοιπόν συγκυρία, οι Ευρωπαίοι πολιτικοί ηγέτες πρέπει να εξηγήσουν, αλλά και να πείσουν τους λαούς τους, ότι το ευρώ παραμένει η καλύτερη προστασία ενάντια στον πληθωρισμό, που αποτελεί την πιο επικίνδυνη από όλες τις κοινωνικές ασθένειες. Πρέπει να εξηγήσουν γιατί τα επεκτατικά δημοσιονομικά μέτρα δεν απέδωσαν και δεν θα απέδιδαν ποτέ βιώσιμη ανάπτυξη.
Και γιατί πρέπει να εγκαθιδρυθεί μία νέα ισορροπία μεταξύ του κράτους προνοίας και του οικονομικού δυναμισμού –που θα βασίζεται λιγότερο στο δημόσιο χρέος και περισσότερο στις ιδιωτικές επενδύσεις», κατέληξε ο Πατρίκ Αρτύς, προσθέτοντας ότι η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ) έχει καθήκον να αποφύγει αυξήσεις των επιτοκίων, που επιβαρύνουν τις χώρες που έχουν δυσκολίες. «Η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ πρέπει να συμβαδίζει με τις δημοσιονομικές προσπάθειες των προβληματικών χωρών», κατέληξε ο Γάλλος καθηγητής –αλλά μάλλον ο κ. Ζαν-Κλωντ Τρισέ δεν συμμερίζεται την άποψή του.