Η καθολική Αρχιεπισκοπή του Βερολίνου διαθέτει έξι ναούς
Ο καθολικός πληθυσμός του Βερολίνου έπαθε ένα ισχυρό σοκ, όταν πληροφορήθηκε ότι η Αρχιεπισκοπή τους έχει χρέη ύψους 148 εκατομμ. €. Γι’ αυτό το λόγο υπάρχει μεγάλη ανάγκη, όπως αναφέρεται σε σχετική εγκύκλιο του επισκόπου, να απολυθούν υπάλληλοι, να κλείσουν εκκλησιαστικές επιχειρήσεις και να πουληθούν ναοί!
Έτσι προσφέρονται προς πώληση καταρχάς έξι ναοί, των οποίων τα έξοδα λειτουργίας και/ή συντήρησης είναι πολύ υψηλά. Άλλοι ναοί συντηρούνται προσωρινά, επειδή διατίθενται προς χρήση σε χριστιανικές εθνικές μειονότητες που έχουν δημιουργηθεί στο Βερολίνο, Ισπανούς και Πορτογάλους, Κροάτες και Πολωνούς, αλλά και σε Ορθοδόξους, Ρώσους, Έλληνες, Σέρβους κ.ά.
Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τους Καθολικούς, δεν αφορά μόνο το Βερολίνο, ούτε μόνο τη Γερμανία. Είναι ένα γενικότερο φαινόμενο που επεκτείνεται σε όλη την Ευρώπη, εννοείται περισσότερο εκεί που ένα ανυψωμένο μορφωτικό επίπεδο και μια οικονομική ευμάρεια οδηγεί πολλούς ανθρώπους σε απεξάρτηση από ομάδες κοινών επιθυμιών και στόχων. Αυτή την εποχή φαίνεται να προηγούνται στην εγκατάλειψη ναών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η Βρετανία και η Ολλανδία.
Στο παρελθόν, όταν ήταν διαθέσιμοι απεριόριστοι πόροι, κυρίως λόγω της υποστήριξης από τους κρατικούς προϋπολογισμούς, κατασκευάζονταν περίτεχνοι ναοί, άλλοτε για επίδειξη της κοινωνικής ανόδου κάποιων κοινοτήτων ή επαγγελματικών ομάδων, άλλοτε λόγω επέκτασης των πόλεων σε προάστια και δορυφορικές πόλεις.
Με την πάροδο των δεκαετιών και την ενίσχυση του προβληματισμού για το ρόλο της θρησκείας και του εκκλησιαστικού μηχανισμού που τη στηρίζει, αλλά επίσης λόγω της όλο και συχνότερης δημοσιοποίησης των ιδιόρρυθμων επιλογών και των προβληματικών δραστηριοτήτων πολλών κληρικών, οι «πιστοί» έπαψαν να προσέρχονται στις εκκλησίες και, αυτό που ενδιαφέρει εδώ, έπαψαν να συμβάλλουν οικονομικά στη χρηματοδότηση της εκκλησιαστικής ζωής.
Σ’ αυτή την αποστασιοποίηση έπαιξε επίσης ρόλο σε σημαντικό βαθμό και η κινητικότητα που προκαλείται λόγω της οικονομικής ανόδου και της μετεγκατάστασης μονάδων παραγωγής και υπηρεσιών. Οι προσλαμβανόμενοι σε μια επιχείρηση σε άλλη πόλη ή και άλλη επαρχία, παύουν πλέον να έχουν συναισθηματική σχέση με τη παλιά γειτονιά και το προάστιο που μεγάλωσαν. Η αποξένωση επεκτείνεται και στις υποδομές που συγκροτούν τις παιδικές και εφηβικές αναμνήσεις, σχολεία, εκκλησίες, επιχειρήσεις που εργάζονταν οι γονείς κ.ά.
Οι υπηρεσίες οικονομικής διαχείρισης των εκκλησιαστικών μηχανισμών έχουν καταλήξει στην τακτική, να διαλύουν ενορίες, οι οποίες δεν στηρίζονται πλέον από ικανό αριθμό πιστών και να νοικιάζουν ή πωλούν τους ναούς, εφόσον δεν έχουν αρχιτεκτονικό ή αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Με τα χρήματα που εξοικονομούνται και με κρατικές επιχορηγήσεις είναι έτσι πιθανότερο να συντηρηθούν ιστορικοί ναοί, οι οποίοι αποτελούν σήμα κατατεθέν για διάφορες πόλεις ή επαρχίες.
Έτσι προσφέρονται προς πώληση καταρχάς έξι ναοί, των οποίων τα έξοδα λειτουργίας και/ή συντήρησης είναι πολύ υψηλά. Άλλοι ναοί συντηρούνται προσωρινά, επειδή διατίθενται προς χρήση σε χριστιανικές εθνικές μειονότητες που έχουν δημιουργηθεί στο Βερολίνο, Ισπανούς και Πορτογάλους, Κροάτες και Πολωνούς, αλλά και σε Ορθοδόξους, Ρώσους, Έλληνες, Σέρβους κ.ά.
Το πρόβλημα δεν αφορά μόνο τους Καθολικούς, δεν αφορά μόνο το Βερολίνο, ούτε μόνο τη Γερμανία. Είναι ένα γενικότερο φαινόμενο που επεκτείνεται σε όλη την Ευρώπη, εννοείται περισσότερο εκεί που ένα ανυψωμένο μορφωτικό επίπεδο και μια οικονομική ευμάρεια οδηγεί πολλούς ανθρώπους σε απεξάρτηση από ομάδες κοινών επιθυμιών και στόχων. Αυτή την εποχή φαίνεται να προηγούνται στην εγκατάλειψη ναών σε πανευρωπαϊκό επίπεδο η Βρετανία και η Ολλανδία.
Στο παρελθόν, όταν ήταν διαθέσιμοι απεριόριστοι πόροι, κυρίως λόγω της υποστήριξης από τους κρατικούς προϋπολογισμούς, κατασκευάζονταν περίτεχνοι ναοί, άλλοτε για επίδειξη της κοινωνικής ανόδου κάποιων κοινοτήτων ή επαγγελματικών ομάδων, άλλοτε λόγω επέκτασης των πόλεων σε προάστια και δορυφορικές πόλεις.
Με την πάροδο των δεκαετιών και την ενίσχυση του προβληματισμού για το ρόλο της θρησκείας και του εκκλησιαστικού μηχανισμού που τη στηρίζει, αλλά επίσης λόγω της όλο και συχνότερης δημοσιοποίησης των ιδιόρρυθμων επιλογών και των προβληματικών δραστηριοτήτων πολλών κληρικών, οι «πιστοί» έπαψαν να προσέρχονται στις εκκλησίες και, αυτό που ενδιαφέρει εδώ, έπαψαν να συμβάλλουν οικονομικά στη χρηματοδότηση της εκκλησιαστικής ζωής.
Σ’ αυτή την αποστασιοποίηση έπαιξε επίσης ρόλο σε σημαντικό βαθμό και η κινητικότητα που προκαλείται λόγω της οικονομικής ανόδου και της μετεγκατάστασης μονάδων παραγωγής και υπηρεσιών. Οι προσλαμβανόμενοι σε μια επιχείρηση σε άλλη πόλη ή και άλλη επαρχία, παύουν πλέον να έχουν συναισθηματική σχέση με τη παλιά γειτονιά και το προάστιο που μεγάλωσαν. Η αποξένωση επεκτείνεται και στις υποδομές που συγκροτούν τις παιδικές και εφηβικές αναμνήσεις, σχολεία, εκκλησίες, επιχειρήσεις που εργάζονταν οι γονείς κ.ά.
Οι υπηρεσίες οικονομικής διαχείρισης των εκκλησιαστικών μηχανισμών έχουν καταλήξει στην τακτική, να διαλύουν ενορίες, οι οποίες δεν στηρίζονται πλέον από ικανό αριθμό πιστών και να νοικιάζουν ή πωλούν τους ναούς, εφόσον δεν έχουν αρχιτεκτονικό ή αρχαιολογικό ενδιαφέρον. Με τα χρήματα που εξοικονομούνται και με κρατικές επιχορηγήσεις είναι έτσι πιθανότερο να συντηρηθούν ιστορικοί ναοί, οι οποίοι αποτελούν σήμα κατατεθέν για διάφορες πόλεις ή επαρχίες.