δεν είναι οπωσδήποτε χειροκίνητο ούτε και χειρωνακτικό!
Από το Ορόγραμμα αρ. 88, διμηνιαίο τεύχος της ΕΛΕΤΟ:
Η αναζήτηση (για τις ανάγκες ενός Κανονισμού) από το εκλεκτό επίτιμο μέλος της ΕΛΕΤΟ, τον καθηγητή Θ. Π. Τάσιο, ελληνικού επιθέτου που να αποδίδει το αγγλικό επίθετο manual στον όρο manual welding όταν δηλαδή αυτό χαρακτηρίζει κάποια ενέργεια η οποία «διεξάγεται με το χέρι» και η οποία δεν αποτελεί απαραίτητα βαρειά σωματική εργασία οδήγησε στη δημιουργία των νεολογικών επιθέτων χειρακτός και χειρακτικός.
Μια έρευνα σε τρεις βάσεις όρων (INFORTERM, TELETERM και του ΕΛΟΤ) βρέθηκαν 112 αγγλικοί όροι που περιέχουν το συνθετικό manual. Στους 108 από αυτούς τους όρους το επίθετο αυτό έχει αποδοθεί ως «χειροκίνητος», σε 1 όρο και ως «χειρωνακτικός», σε 1 όρο μόνο «χειρωνακτικός» και σε 3 όρους «με το χέρι».
Στους περισσότερους από τους παραπάνω όρους ο προσδιορισμός «χειροκίνητος» ( = κινούμενος με το χέρι < χειρ + κινώ) δεν αποδίδεται κατά κυριολεξίαν στο προσδιοριζόμενο (όπως όταν πράγματι κάτι κινείται με το χέρι, π.χ. χειροκίνητος διακόπτης), αλλά κατά μεταφοράν (όταν κάτι άγεται/διεξάγεται/διεκπεραιώνεται/κτλ. με το χέρι, π.χ. χειροκίνητη ανάλυση) και/ή κατά συνεκδοχήν (όταν κάτι αναφέρεται σε κάτι άλλο που έχει χαρακτηριστεί χειροκίνητο, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, π.χ. χειροκίνητη μέτρηση).
Πρόβλημα, σε ό,τι αφορά την γλωσσικά καταλληλότερη αντιστοιχία τους με τις έννοιες που αποδίδουν, παρουσιάζουν ορισμένοι όροι της δεύτερης ή της τρίτης κατηγορίας, όπου κάτι χαρακτηρίζεται χειροκίνητο ενώ κυριολεκτικά δεν προϋποτίθεται καμιά κίνηση (π.χ. η χειροκίνητη ανάλυση δεν κινείται με το χέρι, αλλά διεξάγεται με το χέρι· επίσης, η χειροκίνητη μέτρηση δεν κινείται με το χέρι, αλλά η διευθέτηση και η ρύθμιση των οργάνων γίνονται με το χέρι)(*). Στην κατηγορία αυτή υπάγεται και η απόδοση «χειροκίνητη συγκόλληση» του όρου manual welding που υπάρχει ηδη σε δύο από τους όρους της Βάσης του ΕΛΟΤ.
Αναζητώντας και άλλο επίθετο, παράγωγο ή σύνθετο του ονόματος χειρ-χειρός, που ενδεχομένως βελτιώνει τις αποδόσεις των όρων του τύπου manual welding βρήκαμε στο Λεξικό Δ. Δημητράκου: χειρικός-ή-όν, ο ανήκων ή αναφερόμενος εις την χείρα, ο της χειρός, διά της χειρός γινόμενος: χειρικά έργα πάντα, χειρικήν εμήν εργασίαν· χείριος-α-ον, ο υπό τας χείρας, υπό την εξουσίαν τινός ών, υποχείριος· χειρόγραφος· χειρόδοτος, ο διά χειρός δοθείς· χειροποίητος· χειροπόνητος, ...
Η πρώτη από τις δύο προτάσεις που εξετάστηκαν – και η οποία δεν επελέγη – ήταν η οροποίηση του επιθέτου χειρικός της ΑΕ, που θα «έστεκε» σε όλες τις προβληματικές περιπτώσεις, γιατί θα σημαίνει απλώς «με το χέρι» (χειρική ανάλυση, χειρική μέτρηση, χειρική συγκόλληση).
Η δεύτερη πρόταση που δόθηκε ως επιτυχέστερη ήταν το νεολογικό σύνθετο από το όνομα χειρ και το ρήμα άγω (υπαρκτό στην ΑΕ παράγωγο επίθετο ακτός3): χειρ + ακτός > χειρακτός· από αυτό με περαιτέρω παραγωγή, προκύπτει το επίσης νεολογικό χειρακτικός, που ο καθηγητής πρότεινε και επελέγη τελικά (χειρακτική συγκόλληση) για τις ανάγκες του Κανονισμού.
Στον παρακάτω πίνακα συνοψίζονται οι τέσσερις διαφορετικές αποδόσεις του επιθέτου manual: χειρωνακτικός, χειροκίνητος, χειρακτός και χειρακτικός, ο τρόπος δημιουργίας τους και η σημασία τους:
Μια έρευνα σε τρεις βάσεις όρων (INFORTERM, TELETERM και του ΕΛΟΤ) βρέθηκαν 112 αγγλικοί όροι που περιέχουν το συνθετικό manual. Στους 108 από αυτούς τους όρους το επίθετο αυτό έχει αποδοθεί ως «χειροκίνητος», σε 1 όρο και ως «χειρωνακτικός», σε 1 όρο μόνο «χειρωνακτικός» και σε 3 όρους «με το χέρι».
Στους περισσότερους από τους παραπάνω όρους ο προσδιορισμός «χειροκίνητος» ( = κινούμενος με το χέρι < χειρ + κινώ) δεν αποδίδεται κατά κυριολεξίαν στο προσδιοριζόμενο (όπως όταν πράγματι κάτι κινείται με το χέρι, π.χ. χειροκίνητος διακόπτης), αλλά κατά μεταφοράν (όταν κάτι άγεται/διεξάγεται/διεκπεραιώνεται/κτλ. με το χέρι, π.χ. χειροκίνητη ανάλυση) και/ή κατά συνεκδοχήν (όταν κάτι αναφέρεται σε κάτι άλλο που έχει χαρακτηριστεί χειροκίνητο, είτε κυριολεκτικά είτε μεταφορικά, π.χ. χειροκίνητη μέτρηση).
Πρόβλημα, σε ό,τι αφορά την γλωσσικά καταλληλότερη αντιστοιχία τους με τις έννοιες που αποδίδουν, παρουσιάζουν ορισμένοι όροι της δεύτερης ή της τρίτης κατηγορίας, όπου κάτι χαρακτηρίζεται χειροκίνητο ενώ κυριολεκτικά δεν προϋποτίθεται καμιά κίνηση (π.χ. η χειροκίνητη ανάλυση δεν κινείται με το χέρι, αλλά διεξάγεται με το χέρι· επίσης, η χειροκίνητη μέτρηση δεν κινείται με το χέρι, αλλά η διευθέτηση και η ρύθμιση των οργάνων γίνονται με το χέρι)(*). Στην κατηγορία αυτή υπάγεται και η απόδοση «χειροκίνητη συγκόλληση» του όρου manual welding που υπάρχει ηδη σε δύο από τους όρους της Βάσης του ΕΛΟΤ.
Αναζητώντας και άλλο επίθετο, παράγωγο ή σύνθετο του ονόματος χειρ-χειρός, που ενδεχομένως βελτιώνει τις αποδόσεις των όρων του τύπου manual welding βρήκαμε στο Λεξικό Δ. Δημητράκου: χειρικός-ή-όν, ο ανήκων ή αναφερόμενος εις την χείρα, ο της χειρός, διά της χειρός γινόμενος: χειρικά έργα πάντα, χειρικήν εμήν εργασίαν· χείριος-α-ον, ο υπό τας χείρας, υπό την εξουσίαν τινός ών, υποχείριος· χειρόγραφος· χειρόδοτος, ο διά χειρός δοθείς· χειροποίητος· χειροπόνητος, ...
Η πρώτη από τις δύο προτάσεις που εξετάστηκαν – και η οποία δεν επελέγη – ήταν η οροποίηση του επιθέτου χειρικός της ΑΕ, που θα «έστεκε» σε όλες τις προβληματικές περιπτώσεις, γιατί θα σημαίνει απλώς «με το χέρι» (χειρική ανάλυση, χειρική μέτρηση, χειρική συγκόλληση).
Η δεύτερη πρόταση που δόθηκε ως επιτυχέστερη ήταν το νεολογικό σύνθετο από το όνομα χειρ και το ρήμα άγω (υπαρκτό στην ΑΕ παράγωγο επίθετο ακτός3): χειρ + ακτός > χειρακτός· από αυτό με περαιτέρω παραγωγή, προκύπτει το επίσης νεολογικό χειρακτικός, που ο καθηγητής πρότεινε και επελέγη τελικά (χειρακτική συγκόλληση) για τις ανάγκες του Κανονισμού.
Στον παρακάτω πίνακα συνοψίζονται οι τέσσερις διαφορετικές αποδόσεις του επιθέτου manual: χειρωνακτικός, χειροκίνητος, χειρακτός και χειρακτικός, ο τρόπος δημιουργίας τους και η σημασία τους:
χειρώνακτας < χειρώναξ < χειροάναξ = χειρών + άναξ = κύριος των χεριών | αυτός που εκτελεί βαριά δουλειά με τα χέρια του (ουσιαστικό) |
χειρωνακτικός < χειρώνακτ(ας) + -ικός | που ανήκει, αφορά ή έχει σχέση με τον χειρώνακτα |
κινητός < κιν(ώ) + -ητός | που (μπορεί να) κινείται |
χειροκίνητος < χείρ + ο + κινητός | που (μπορεί να) κινείται με το/τα χέρι/χέρια |
χειρακτός = χείρ + ακτός < άγω | που (μπορεί να) (διεξ)άγεται με το/τα χέρι/χέρια |
χειρακτικός < χειρακτ(ός) + -ικός | που αφορά ή περιλαμβάνει χειρακτή ενέργεια ή χειρακτές ενέργειες |
Ευνόητη είναι και η χρήση και των αντίστοιχων επιρρημάτων – χειρωνακτικά, χειροκίνητα, χειρακτά, χειρακτικά – για τις ανάλογες περιπτώσεις για την απόδοση του επιρρήματος manually στην οροδοσία/ονοματοδοσία (δηλαδή ως συνθετικού άλλων όρων).
Φυσικά, στην κοινή λειτουργική χρήση του (δηλαδή όχι ως μέρος όρου) το επίρρημα manually, παρόλο που μπορεί να αποδοθεί εκάστοτε με ένα από τα παραπάνω ελληνικά επιρρήματα, αποδίδεται πολύ σωστά και με την επιρρηματική φράση με το χέρι· π.χ. σε κείμενο που αφορά έναν χειροκίνητα ενεργοποιούμενο διακόπτη (manually activated switch) μεταφράζοντας στα ελληνικά την πρόταση this kind of switch is activated manually γράφουμε ή λέμε: αυτό το είδος διακόπτη ενεργοποιείται με το χέρι.
Φυσικά, στην κοινή λειτουργική χρήση του (δηλαδή όχι ως μέρος όρου) το επίρρημα manually, παρόλο που μπορεί να αποδοθεί εκάστοτε με ένα από τα παραπάνω ελληνικά επιρρήματα, αποδίδεται πολύ σωστά και με την επιρρηματική φράση με το χέρι· π.χ. σε κείμενο που αφορά έναν χειροκίνητα ενεργοποιούμενο διακόπτη (manually activated switch) μεταφράζοντας στα ελληνικά την πρόταση this kind of switch is activated manually γράφουμε ή λέμε: αυτό το είδος διακόπτη ενεργοποιείται με το χέρι.
Κ.Β.
(*) Κατά τη συζήτηση αυτών των όρων στις Ομάδες ΜΟΤΟ και ΤΕ48/ΟΕ1 είχε ήδη επισημανθεί η έλλειψη μιας τέτοιας διάκρισης, που θα μπορούσε να περιορίσει την κάλυψη των όρων αυτών με τους μηχανισμούς της μεταφορικής και συνεκδοχικής χρήσης οι οποίοι, όμως, ορολογικά είναι απόλυτα θεμιτοί και έχουν ευρύτατη χρήση.