Ένα Βλέμμα
(του Νίκου Γ. Ξυδάκη, Καθημερινή 6/4/2008)
Μπορείς να παρακολουθείς μια σύγκρουση και να μην πάρεις το μέρος κανενός; Ο πρόσφατος καβγάς περί ελληνικότητας, με αντίπαλους τον Κ. Γεωργουσόπουλο, αφενός, και τους Β. Λαμπρόπουλο, Αντ. Λιάκο, Στ. Γουργουρή, αφετέρου, με αμφίπλευρες λοιδορίες και πλούτο πολεμικής, μας ξανάβαλε σε ένα πεδίο παρόμοιο με το πεδίο του ατελέσφορου καβγά για το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού. Σχεδόν. Ελληναράδες εναντίον κοσμοπολιτών, πατριώτες εναντίον γραικύλων, παλαιομοντέρνοι εναντίον μεταμοντέρνων, ελυτόφρονες και σεφερολάγνοι, καβαφιστές γκέι και καβαφιστές στρέιτ, ήταν ο Σολωμός Ελλην ή Εβραίος; Είναι μεταμοντέρνοι ο Θανάσης Παπακωνσταντίνου και ο Γιάννης Αγγελάκας;
Παρακολουθείς τη διαμάχη τσαλαβουτώντας σε λύματα και σβουνιές, εννοιολογήσεις, ουσιοκρατίες και αμοιβολόγια, λεξικογραφήματα, κι ανάμεσά τους ξεπροβάλλουν τόσο δα και μερικές νύξεις σε πραγματικά κείμενα, σε έργα, σε πρόσωπα και στοχαστές, που μίλησαν για ελληνικότητα, που έστησαν σχήματα αισθητικά και ιδεολογικά, μεταφυσικά και ενορατικά, που προσπάθησαν να βυθιστούν στον καιρό τους και να βρουν ζύγια, που συζήτησαν και συγκρούστηκαν, ξεπροβάλλουν ο Κ. Θ. Δημαράς και η Βακαλό, ο Λορεντζάτος κι ο Εγγονόπουλος, ο Στρατής Δούκας και ο Πεντζίκης, ο Πικιώνης και ο Παπαλουκάς, ο Θεοτοκάς και ο Παπατσώνης, ο Σεφέρης και ο Καπετανάκης, ο Ζαμπέλιος και ο Παπαρρηγόπουλος, ο Παπαδιαμάντης και ο Παλαμάς.
Και ναι, δεν θέλεις να ταυτιστείς με κανέναν από τους συγκρουόμενους – όχι μόνο γιατί δεν συμμερίζεσαι τα επιχειρήματα ή το ύφος τους, αλλά κυρίως γιατί διαισθάνεσαι ότι η πραγματική συζήτηση, η μόνη παραγωγική, είναι η ουσιώδης επαναπραγμάτευση της ελληνικότητας, η μετέξέλιξή της ίσως, αλλά όχι η αυτάρεσκη ισοπέδωσή της ή η φονταμενταλιστική της υπεράσπιση.
Μέση οδός; Οχι – άλλη οδός. Η προγονοπληξία είναι νόσος, η ακλόνητη ουσιοκρατία είναι παρακμή: Οι αιώνιες αξίες που μεταπίπτουν σε στερεοτυπικές βεβαιότητες. Αλλά ανάλογη νόσος είναι η ποζάτη προγονοφαγία, ο εύκολος σχετικισμός, η στείρα προσκόλληση στο δόγμα: Ολα είναι κατασκευές, όλα αναθεμελιώνονται κατά τις κρατούσες δόξες.
Αλλη οδός. Η ελληνικότητα ασφαλώς σχηματίστηκε, αλλά όχι σαν ιδεολογικό πασπαρτού. Μάλλον εξέφραζε την αναζήτηση ταυτότητας των πιο οξυδερκών στοχαστών, την αναζήτηση γενεαλογίας των πιο ανήσυχων δημιουργών, που ζούσαν παραγωγικά στις ακμές των συναντήσεων: Ανατολή, Δύση, μεσαίωνας, αρχαιότητα, Μεσόγειος, Βαλκάνια, γλώσσα, συνείδηση, έθνος, κοσμοπολιτισμός, εδαφική πατρίδα, διασπορά, δημώδες και νεωτερικό. Η ελληνικότητα της γενιάς του ’30 είναι εφαρμοσμένος ρομαντισμός, είναι η ζεύξη του λαϊκού με το μοντέρνο, η συνάντηση του μεσαιωνικού και δημώδους με το έντεχνο και το υψηλό, είναι η επαναφορά των συζητήσεων του ρομαντικού 19ου αιώνα στο πεδίο του συγκρουσιακού και αιματηρού 20ού αιώνα, όταν η Ελλάδα ανασυγκροτείται εδαφικά και φαντασιακά.Αυτή η ρομαντική - μοντέρνα ελληνικότητα δεν είναι σχήμα και εργαλείο, αλλά αισθαντικότητα, τρόπος να βλέπεις δυναμικά τον εαυτό και το περιβάλλον, να βλέπεις τη συγχρονία με ρήξεις και συνέχειες. Ασφαλώς υπέστη ιδεολογικές χρήσεις, ιδίως στη δραματική εποχή του μετεμφυλίου και του Ψυχρού Πολέμου.
Η ίδια η ελληνικότητα, αισθητικά και ιδεολογικά, χρησιμοποιήθηκε αριστερόστροφα και δεξιόστροφα, εναλλάσσοντας πρόσημα: Αλλοτε ελληνοχριστιανικά κι άλλοτε ελληνολαϊκά. Αλλοτε την επεκαλείτο η ευσεβιστική «Ζωή» για να προβάλει τη νέα Ελλάδα που απέληξε στην επταετία, και για να πλήξει συνοδοιπόρους και μιάσματα· κι άλλοτε την επεκαλείτο η κομμουνιστική ορθοδοξία, για να πλήξει τον παρακμιακό Καβάφη, για να εξοντώσει τους δικούς της αιρετικούς και να φτιάξει το εικονοστάσι του σοσιαλρεαλιστικού άκαμπτου λαϊκού. Ισαμε τη μεταπολίτευση.
Λίγοι στοχαστές μελέτησαν αυτή την παράδοξη παραλληλία, του Τσιριντάνη και της Επιθεώρησης Τέχνης, τις καταχρήσεις και την αλλοίωση της ελληνικότητας, από μοντέρνο πρόταγμα σε κούφιο δόγμα· η Ελένη Βακαλό, ο Μανόλης Λαμπρίδης, ο Δ. Ραυτόπουλος, ο Δ. Πάλλας, η παρέα των «Σημειώσεων», προσκόμισαν ολίγα πολύτιμα, καθώς θυμάμαι πρόχειρα τώρα. Και ακολουθούν τώρα οι νεότεροι ιστορικοί, σκαλίζοντας αρχεία.
Η ελληνικότητα, ως ποιητική και ευαισθησία, ως δυναμική αυτογνωσία, ως τρόπος να βλέπουμε τον τόπο και να μυθολογούμε δημιουργικά τα νησιά και τους λερούς φουστανελάδες, ως τρόπος εντέλει να γειώνουμε με το εδώ, και να γεφυρώνουμε το εδώ με τα εκεί, αυτή η ελληνικότητα άνθησε και κάρπισε. Κι ίσως είναι η πιο ενδιαφέρουσα πνευματική σύνθεση στην Ελλάδα του 20ού αιώνα. Αυτής της ελληνικότητας, πυρηνικά δραματικής και ζωντανής ακόμη, δεν της αξίζει σήμερα μια τέτοια συζήτηση.
Παρακολουθείς τη διαμάχη τσαλαβουτώντας σε λύματα και σβουνιές, εννοιολογήσεις, ουσιοκρατίες και αμοιβολόγια, λεξικογραφήματα, κι ανάμεσά τους ξεπροβάλλουν τόσο δα και μερικές νύξεις σε πραγματικά κείμενα, σε έργα, σε πρόσωπα και στοχαστές, που μίλησαν για ελληνικότητα, που έστησαν σχήματα αισθητικά και ιδεολογικά, μεταφυσικά και ενορατικά, που προσπάθησαν να βυθιστούν στον καιρό τους και να βρουν ζύγια, που συζήτησαν και συγκρούστηκαν, ξεπροβάλλουν ο Κ. Θ. Δημαράς και η Βακαλό, ο Λορεντζάτος κι ο Εγγονόπουλος, ο Στρατής Δούκας και ο Πεντζίκης, ο Πικιώνης και ο Παπαλουκάς, ο Θεοτοκάς και ο Παπατσώνης, ο Σεφέρης και ο Καπετανάκης, ο Ζαμπέλιος και ο Παπαρρηγόπουλος, ο Παπαδιαμάντης και ο Παλαμάς.
Και ναι, δεν θέλεις να ταυτιστείς με κανέναν από τους συγκρουόμενους – όχι μόνο γιατί δεν συμμερίζεσαι τα επιχειρήματα ή το ύφος τους, αλλά κυρίως γιατί διαισθάνεσαι ότι η πραγματική συζήτηση, η μόνη παραγωγική, είναι η ουσιώδης επαναπραγμάτευση της ελληνικότητας, η μετέξέλιξή της ίσως, αλλά όχι η αυτάρεσκη ισοπέδωσή της ή η φονταμενταλιστική της υπεράσπιση.
Μέση οδός; Οχι – άλλη οδός. Η προγονοπληξία είναι νόσος, η ακλόνητη ουσιοκρατία είναι παρακμή: Οι αιώνιες αξίες που μεταπίπτουν σε στερεοτυπικές βεβαιότητες. Αλλά ανάλογη νόσος είναι η ποζάτη προγονοφαγία, ο εύκολος σχετικισμός, η στείρα προσκόλληση στο δόγμα: Ολα είναι κατασκευές, όλα αναθεμελιώνονται κατά τις κρατούσες δόξες.
Αλλη οδός. Η ελληνικότητα ασφαλώς σχηματίστηκε, αλλά όχι σαν ιδεολογικό πασπαρτού. Μάλλον εξέφραζε την αναζήτηση ταυτότητας των πιο οξυδερκών στοχαστών, την αναζήτηση γενεαλογίας των πιο ανήσυχων δημιουργών, που ζούσαν παραγωγικά στις ακμές των συναντήσεων: Ανατολή, Δύση, μεσαίωνας, αρχαιότητα, Μεσόγειος, Βαλκάνια, γλώσσα, συνείδηση, έθνος, κοσμοπολιτισμός, εδαφική πατρίδα, διασπορά, δημώδες και νεωτερικό. Η ελληνικότητα της γενιάς του ’30 είναι εφαρμοσμένος ρομαντισμός, είναι η ζεύξη του λαϊκού με το μοντέρνο, η συνάντηση του μεσαιωνικού και δημώδους με το έντεχνο και το υψηλό, είναι η επαναφορά των συζητήσεων του ρομαντικού 19ου αιώνα στο πεδίο του συγκρουσιακού και αιματηρού 20ού αιώνα, όταν η Ελλάδα ανασυγκροτείται εδαφικά και φαντασιακά.Αυτή η ρομαντική - μοντέρνα ελληνικότητα δεν είναι σχήμα και εργαλείο, αλλά αισθαντικότητα, τρόπος να βλέπεις δυναμικά τον εαυτό και το περιβάλλον, να βλέπεις τη συγχρονία με ρήξεις και συνέχειες. Ασφαλώς υπέστη ιδεολογικές χρήσεις, ιδίως στη δραματική εποχή του μετεμφυλίου και του Ψυχρού Πολέμου.
Η ίδια η ελληνικότητα, αισθητικά και ιδεολογικά, χρησιμοποιήθηκε αριστερόστροφα και δεξιόστροφα, εναλλάσσοντας πρόσημα: Αλλοτε ελληνοχριστιανικά κι άλλοτε ελληνολαϊκά. Αλλοτε την επεκαλείτο η ευσεβιστική «Ζωή» για να προβάλει τη νέα Ελλάδα που απέληξε στην επταετία, και για να πλήξει συνοδοιπόρους και μιάσματα· κι άλλοτε την επεκαλείτο η κομμουνιστική ορθοδοξία, για να πλήξει τον παρακμιακό Καβάφη, για να εξοντώσει τους δικούς της αιρετικούς και να φτιάξει το εικονοστάσι του σοσιαλρεαλιστικού άκαμπτου λαϊκού. Ισαμε τη μεταπολίτευση.
Λίγοι στοχαστές μελέτησαν αυτή την παράδοξη παραλληλία, του Τσιριντάνη και της Επιθεώρησης Τέχνης, τις καταχρήσεις και την αλλοίωση της ελληνικότητας, από μοντέρνο πρόταγμα σε κούφιο δόγμα· η Ελένη Βακαλό, ο Μανόλης Λαμπρίδης, ο Δ. Ραυτόπουλος, ο Δ. Πάλλας, η παρέα των «Σημειώσεων», προσκόμισαν ολίγα πολύτιμα, καθώς θυμάμαι πρόχειρα τώρα. Και ακολουθούν τώρα οι νεότεροι ιστορικοί, σκαλίζοντας αρχεία.
Η ελληνικότητα, ως ποιητική και ευαισθησία, ως δυναμική αυτογνωσία, ως τρόπος να βλέπουμε τον τόπο και να μυθολογούμε δημιουργικά τα νησιά και τους λερούς φουστανελάδες, ως τρόπος εντέλει να γειώνουμε με το εδώ, και να γεφυρώνουμε το εδώ με τα εκεί, αυτή η ελληνικότητα άνθησε και κάρπισε. Κι ίσως είναι η πιο ενδιαφέρουσα πνευματική σύνθεση στην Ελλάδα του 20ού αιώνα. Αυτής της ελληνικότητας, πυρηνικά δραματικής και ζωντανής ακόμη, δεν της αξίζει σήμερα μια τέτοια συζήτηση.