7. Ο ζηλιάρης - Ο βίαιος
της Ισμήνης
Ζηλιάρης. Τι είναι η ζήλια τελικά; Ένδειξη αγάπης; μπα … δεν θέλω να με αγαπάει με τέτοια ένδειξη ο καλός μου. Μάλλον ένδειξη κόμπλεξ, το οποίο ξεκινάει από κάποιες διαφορετικές αιτίες στον καθένα. Και για να πούμε την αλήθεια, η ζήλια είναι ζήλια, δεν έχει μέτρο. Ζηλεύεις ή δεν ζηλεύεις. Όχι μερικοί απαντάνε στην ερώτηση: ζηλεύετε; Λιγάκι, λέει η άλλη ή ο άλλος. Σαχλαμάρες!
Ζηλεύεις και γίνεσαι βρικόλακας από την αϋπνία με τη σκέψη και μόνο που είναι το έτερον ήμισυ όταν δεν είσαστε μαζί. Αν δεν ζηλεύεις δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, άσε που πολλοί σύζυγοι εύχονται (σε μια συμβίωση βέβαια που καλόν είναι να μη θίγονται τα καλώς κείμενα) να ψιλοαπιστήσει η γυναίκα τους επιτέλους, για να γλιτώσουν και αυτοί από τη γκρίνια και την εξονυχιστική έρευνα και ανάκριση! Αυτός ήταν μια από τις περιπτώσεις. Είχε πάρει νέα γυναίκα, πολύ νεότερη του, όμορφη, από σπίτι, μορφωμένη και με περιουσία παρακαλώ.
Όταν το μάθανε οι γνωστοί στον κύκλο, ποια παντρευότανε, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Αντί να μακαρίζει την τύχη του και να την έχει στα όπα-όπα μη και του την κοπανήσει, αυτός θεώρησε ότι η καλύτερη τακτική ήταν, να σκίσει τη γάτα και να βγάλει από μέσα όλα του τα εσώψυχα! Ρούπι δεν μπορεί να κάνει από το σπίτι και πρέπει να αναφέρεται καθημερινώς για τις τακτικές και έκτακτες μετακινήσεις της.
Χτυπάει το τηλέφωνο, δεν προλαβαίνει να το σηκώσει αυτή και ταυτόχρονα σηκώνει αυτός το ενδιάμεσο, για να ακούσει τι λέει η γυναίκα του. Μια φορά που έγινε λάθος το νούμερο, συμβαίνουν κι αυτά, κάποιος με το που σήκωσε η γυναίκα του το τηλέφωνο, ακούει μια αντρική φωνή να λέει –Έλα γεια σου, απαντάει αυτή –Τι ζητάτε και η ανταπάντηση από την ανδρική φωνή ήταν -Α! κατάλαβα! και κλείνει το τηλέφωνο. Καταλαβαίνετε βέβαια τι έγινε, διότι ο Οθέλλος είχε σηκώσει το ενδιάμεσο τηλέφωνο, άκουσε όλη τη στιχομυθία και χρέωσε στη γυναίκα του το «Α! κατάλαβα», ότι αφορούσε την παρουσία του, οπότε δεν μπορούσε να μιλήσει με τον φίλο της.
Του λέει ότι βγήκε με μια φίλη, τη ρωτάει που πήγε, τι φάγανε τι ήπιανε και πόσο κόστισε αυτό που κατανάλωσαν. Και ξέρετε τι κάνει την επομένη; Πηγαίνει στο μέρος που του είπε ότι καθότανε να τσεκάρει τον τιμοκατάλογο, αν η τιμή που του είπε ήταν ή ίδια με την αναγραφόμενη.
Ντύνεται για να βγουν έξω, αστράφτει το μάτι του και για να της χαλάσει όλη τη διάθεση, της λέει με στόμφο, σαν πόρνη δεύτερης διαλογής φαίνεσαι! Σε παιδικό πάρτι πηγαίνει και μέχρι να γυρίσει κόβει βόλτες αυτός στο μπαλκόνι για να δει μπας και την φέρει κανένας μπαμπάς με αυτοκίνητο.
Δεν την άφηνε να βάψει τα μαλλιά της μόλις άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες άσπρες τρίχες, με την κρυφή επιθυμία ότι θα ασπρίσει εντελώς και θα φαίνεται μεγαλύτερη, άρα δεν θα τραβάει την προσοχή των ανδρών.
Της ήρθε σαν φλας μια σκηνή σε κομμωτήριο όταν ήταν ανύπαντρη. Μια κυρία εξιστορούσε ότι ο άντρας της δεν την άφηνε να βάψει τα μαλλιά της και κάθε μέρα περνούσε τις άσπρες τρίχες με το βουρτσάκι του ρίμελ για να τις καλύψει Τότε της φάνηκε εξωφρενικό και μάλιστα να υπάρχει γυναίκα που να ανέχεται κάτι τέτοια από τον άντρα της. Εμ! Δεν ήξερε δεν ρώταγε;
Μια φορά δε, την ειδοποιήσανε την κακομοίρα για κάποια συγκέντρωση αποφοίτων, ξέρετε δα πως είναι αυτά! Μούτρα αυτός. Όταν του το ανέφερε, «απόφοιτοι» γρύλισε «και τι θέλετε να συναντηθείτε μετά από τόσα χρόνια; Δεν θα γνωρίζει ο ένας τον άλλον». Εκεί πια δεν άντεξε άλλο πάτησε ποδάρι και του δήλωσε κοφτά, αμάν πια δεν θα με βιάσουν, σε ταβέρνα θα μαζευτούμε 30 άτομα μετά από τόσο καιρό. Γρύλισε-ξεγρύλισε, ξίνισε-ξεξίνησε, τελικά την άφησε να πάει με τον όρο στις 12 μεσάνυχτα –σαν την σταχτοπούτα– απαραιτήτως θα ήτανε πίσω.
Γεμάτη χαρά πήγε και μέσα στα μπλα-μπλα και το κέφι, γύρισε σπίτι ένα τέταρτο μετά την προκαθορισμένη 12η ώρα. Βρίσκει την πόρτα κλειδωμένη και το κλειδί από πίσω. Χτυπάει πανικόβλητη το κουδούνι και μετά από πολλές φορές μισανοίγει αυτός την πόρτα με την αλυσίδα ασφαλείας και της λέει άγρια δείχνοντας το ρολόι του, «Πέρασε η ώρα που έπρεπε να γυρίσεις να κοιμηθείς στα σκαλιά ή να πας στον πατέρα σου».
Κλαίγοντας και με παρακάλια, την άφησε να μπει μέσα, περισσότερο φοβούμενος να μην ακουστεί στην πολυκατοικία, την έστησε όρθια στον τοίχο και επί μια ώρα της έβγαζε λόγο για τα δεινά που περιμένουν την οικογένεια όταν η γυναίκα γυρνάει τα βράδια έξω, ταυτόχρονα δε προς παραδειγματισμό της έδωσε και κάποια χαϊδευτικά δήθεν μπατσάκια για να δώσει έμφαση στα λεγόμενα του. Ά ρε Κούγια, ήρθες δεύτερος και καταϊδρωμένος.
Κλείνει ραντεβού να πάει στον οδοντίατρο κι όταν γυρνάει σπίτι της ανοίγει το στόμα να επιβεβαιώσει τα σφραγίσματα. Ψαρεύει τα παιδιά του, να μάθει αν κατά την απουσία του συνέβη κάτι που δεν του το είπε. Η φοβέρα, θα σε πάω πίσω στον πατέρα σου και θα του τα πω όλα –ποια ήταν αυτά τα όλα, ποτέ της δεν το κατάλαβε- κρεμόταν σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι της.
Ζηλεύεις και γίνεσαι βρικόλακας από την αϋπνία με τη σκέψη και μόνο που είναι το έτερον ήμισυ όταν δεν είσαστε μαζί. Αν δεν ζηλεύεις δεν υπάρχει κανένα πρόβλημα, άσε που πολλοί σύζυγοι εύχονται (σε μια συμβίωση βέβαια που καλόν είναι να μη θίγονται τα καλώς κείμενα) να ψιλοαπιστήσει η γυναίκα τους επιτέλους, για να γλιτώσουν και αυτοί από τη γκρίνια και την εξονυχιστική έρευνα και ανάκριση! Αυτός ήταν μια από τις περιπτώσεις. Είχε πάρει νέα γυναίκα, πολύ νεότερη του, όμορφη, από σπίτι, μορφωμένη και με περιουσία παρακαλώ.
Όταν το μάθανε οι γνωστοί στον κύκλο, ποια παντρευότανε, δεν μπορούσαν να το πιστέψουν. Αντί να μακαρίζει την τύχη του και να την έχει στα όπα-όπα μη και του την κοπανήσει, αυτός θεώρησε ότι η καλύτερη τακτική ήταν, να σκίσει τη γάτα και να βγάλει από μέσα όλα του τα εσώψυχα! Ρούπι δεν μπορεί να κάνει από το σπίτι και πρέπει να αναφέρεται καθημερινώς για τις τακτικές και έκτακτες μετακινήσεις της.
Χτυπάει το τηλέφωνο, δεν προλαβαίνει να το σηκώσει αυτή και ταυτόχρονα σηκώνει αυτός το ενδιάμεσο, για να ακούσει τι λέει η γυναίκα του. Μια φορά που έγινε λάθος το νούμερο, συμβαίνουν κι αυτά, κάποιος με το που σήκωσε η γυναίκα του το τηλέφωνο, ακούει μια αντρική φωνή να λέει –Έλα γεια σου, απαντάει αυτή –Τι ζητάτε και η ανταπάντηση από την ανδρική φωνή ήταν -Α! κατάλαβα! και κλείνει το τηλέφωνο. Καταλαβαίνετε βέβαια τι έγινε, διότι ο Οθέλλος είχε σηκώσει το ενδιάμεσο τηλέφωνο, άκουσε όλη τη στιχομυθία και χρέωσε στη γυναίκα του το «Α! κατάλαβα», ότι αφορούσε την παρουσία του, οπότε δεν μπορούσε να μιλήσει με τον φίλο της.
Του λέει ότι βγήκε με μια φίλη, τη ρωτάει που πήγε, τι φάγανε τι ήπιανε και πόσο κόστισε αυτό που κατανάλωσαν. Και ξέρετε τι κάνει την επομένη; Πηγαίνει στο μέρος που του είπε ότι καθότανε να τσεκάρει τον τιμοκατάλογο, αν η τιμή που του είπε ήταν ή ίδια με την αναγραφόμενη.
Ντύνεται για να βγουν έξω, αστράφτει το μάτι του και για να της χαλάσει όλη τη διάθεση, της λέει με στόμφο, σαν πόρνη δεύτερης διαλογής φαίνεσαι! Σε παιδικό πάρτι πηγαίνει και μέχρι να γυρίσει κόβει βόλτες αυτός στο μπαλκόνι για να δει μπας και την φέρει κανένας μπαμπάς με αυτοκίνητο.
Δεν την άφηνε να βάψει τα μαλλιά της μόλις άρχισαν να εμφανίζονται οι πρώτες άσπρες τρίχες, με την κρυφή επιθυμία ότι θα ασπρίσει εντελώς και θα φαίνεται μεγαλύτερη, άρα δεν θα τραβάει την προσοχή των ανδρών.
Της ήρθε σαν φλας μια σκηνή σε κομμωτήριο όταν ήταν ανύπαντρη. Μια κυρία εξιστορούσε ότι ο άντρας της δεν την άφηνε να βάψει τα μαλλιά της και κάθε μέρα περνούσε τις άσπρες τρίχες με το βουρτσάκι του ρίμελ για να τις καλύψει Τότε της φάνηκε εξωφρενικό και μάλιστα να υπάρχει γυναίκα που να ανέχεται κάτι τέτοια από τον άντρα της. Εμ! Δεν ήξερε δεν ρώταγε;
Μια φορά δε, την ειδοποιήσανε την κακομοίρα για κάποια συγκέντρωση αποφοίτων, ξέρετε δα πως είναι αυτά! Μούτρα αυτός. Όταν του το ανέφερε, «απόφοιτοι» γρύλισε «και τι θέλετε να συναντηθείτε μετά από τόσα χρόνια; Δεν θα γνωρίζει ο ένας τον άλλον». Εκεί πια δεν άντεξε άλλο πάτησε ποδάρι και του δήλωσε κοφτά, αμάν πια δεν θα με βιάσουν, σε ταβέρνα θα μαζευτούμε 30 άτομα μετά από τόσο καιρό. Γρύλισε-ξεγρύλισε, ξίνισε-ξεξίνησε, τελικά την άφησε να πάει με τον όρο στις 12 μεσάνυχτα –σαν την σταχτοπούτα– απαραιτήτως θα ήτανε πίσω.
Γεμάτη χαρά πήγε και μέσα στα μπλα-μπλα και το κέφι, γύρισε σπίτι ένα τέταρτο μετά την προκαθορισμένη 12η ώρα. Βρίσκει την πόρτα κλειδωμένη και το κλειδί από πίσω. Χτυπάει πανικόβλητη το κουδούνι και μετά από πολλές φορές μισανοίγει αυτός την πόρτα με την αλυσίδα ασφαλείας και της λέει άγρια δείχνοντας το ρολόι του, «Πέρασε η ώρα που έπρεπε να γυρίσεις να κοιμηθείς στα σκαλιά ή να πας στον πατέρα σου».
Κλαίγοντας και με παρακάλια, την άφησε να μπει μέσα, περισσότερο φοβούμενος να μην ακουστεί στην πολυκατοικία, την έστησε όρθια στον τοίχο και επί μια ώρα της έβγαζε λόγο για τα δεινά που περιμένουν την οικογένεια όταν η γυναίκα γυρνάει τα βράδια έξω, ταυτόχρονα δε προς παραδειγματισμό της έδωσε και κάποια χαϊδευτικά δήθεν μπατσάκια για να δώσει έμφαση στα λεγόμενα του. Ά ρε Κούγια, ήρθες δεύτερος και καταϊδρωμένος.
Κλείνει ραντεβού να πάει στον οδοντίατρο κι όταν γυρνάει σπίτι της ανοίγει το στόμα να επιβεβαιώσει τα σφραγίσματα. Ψαρεύει τα παιδιά του, να μάθει αν κατά την απουσία του συνέβη κάτι που δεν του το είπε. Η φοβέρα, θα σε πάω πίσω στον πατέρα σου και θα του τα πω όλα –ποια ήταν αυτά τα όλα, ποτέ της δεν το κατάλαβε- κρεμόταν σαν δαμόκλειος σπάθη πάνω από το κεφάλι της.
Ανεξαρτήτως ηλικίας, όλοι ήταν εν δυνάμει εραστές της γυναίκας του, τους οποίους αποκαλούσε κωλόγερους, ξεχνώντας ότι αυτοί ήταν και νεώτεροι από αυτόν. Είχε βρει και ένα μέσο υπόταξης, το σεξουαλικό. Απαιτούσε τη συμμετοχή της γυναίκας στην εκτέλεση των συζυγικών του καθηκόντων, σαν τσεκάρισμα της δικής της επιθυμίας και διάθεσης. Αν δε αυτή δυσανασχετούσε για τη συχνότητα, την απειλούσε ότι συνάψει σχέση και ανέλυε μάλιστα σε πόσο οικονομικά δυσάρεστη θέση θα βρεθεί η οικογένεια, (άλλη φοβέρα και αυτή!) εξ αιτίας της δικής της άρνησης στα κεκτημένα του δικαιώματα .
Η εκρήξεις ζήλιας του τον κάνουνε παράλογο και επιθετικό. Το χέρι σηκωμένο επί μονίμου βάσεως μοίραζε χαστούκια σε όλη την οικογένεια ανεξαρτήτως ηλικίας, πολλές φορές η άψυχη λουρίδα αντικαθιστούσε το χέρι.
Όλα τα είχε υπολογίσει, όλα τα είχε προβλέψει, για όλα είχε πάρει τα μέτρα του ο υποδειγματικός σύζυγός, ώστε η γυναίκα του να μην έχει δικαιολογίες και χρόνο να ξενοκοιτάξει. Αυτός όμως που προέβλεπε και υπολόγιζε τα πάντα, δεν υπολόγισε και δεν προέβλεψε κάτι πολύ βασικό, τον νοικάρη του 1ου ορόφου. Εκεί δεν χρειάζονταν ούτε δικαιολογίες, ούτε χρόνος. Όλα σε απόσταση αναπνοής!