(της Κων/νας Νικολοπούλου, Μουσικολόγου-Καθηγήτριας
Μουσικής, classicalmusic.gr, Μάρτιος 2008)
Μουσικής, classicalmusic.gr, Μάρτιος 2008)
Η τέταρτη όπερα του Giacomo Puccini, που αποκάλυψε την ιδιοφυΐα του συνθέτη και τον βοήθησε να πραγματοποιήσει το μεγάλο του όνειρο, τη σύνθεση οπερών και τα ταξίδια σε όλο τον κόσμο τον καθιέρωσε ως τον κατεξοχήν διάδοχο του Verdi.
Το μυθιστόρημα του Henri Murger (Σκηνές από τη ζωή των Μποέμ) στάθηκε αφορμή για τη δημιουργία αυτής της όπερας, στο οποίο παρουσιάζεται η ζωή μιας ομάδας καλλιτεχνών, που ζουν στο Παρίσι το α' μισό του 19ου αιώνα (ενός ποιητή, του Rodolfo, ενός μουσικού, ενός φιλοσόφου και ενός ζωγράφου) και η οποία θα ανατραπεί από τη παρουσία μιας απλής ράπτριας, της Mimi. Η κοπέλα, που είναι μελλοθάνατη, θα βρει συμπαράσταση μέσα από τη φιλία των προηγουμένων και την αγάπη του Rodolfo.
Ο ίδιος ο Puccini είχε πει: "επιτέλους βρήκα μια ιστορία με την οποία είμαι ερωτευμένος μαζί της. Μια βροχερή μέρα διάβασα το έργο του Henri Murger και συνειδητοποίησα, ότι αυτό το έργο ήταν η ζωή μου, ήταν όλα όσα είχαν συμβεί σε μένα. Βρήκα τα πάντα σε αυτό-νιάτα, πάθος, χαρά, αγάπη, που φέρνουν και τα δύο ευτυχία και πόνο". Όσο για τη σκηνή του θανάτου της Mimi είναι αυτή που συγκλόνισε περισσότερο τον δημιουργό, αφού μετά την ολοκλήρωσή της αναφέρει, ότι στάθηκε στη μέση του δωματίου του και άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί μέσα στη νύχτα. Αισθάνθηκε, ότι είχε χάσει ο ίδιος ένα αγαπημένο του πρόσωπο.
Οι Luigi Illica και Giuseppe Giacosa διαμόρφωσαν το λιμπρέτο στις ανάγκες της όπερας και στις ιδιαίτερες απαιτήσεις του συνθέτη.
Το έργο παρουσιάστηκε πρώτη φορά στο Θέατρο Regio του Torino τη 1η Φεβρουαρίου 1896 και αμέσως μετά στο Palermo, όπου μάγεψε και συνεχίζει να μαγεύει το κοινό μέχρι σήμερα. Στην όπερα αυτή διακρίνεται ιδιαίτερα το ταλέντο του Puccini, να περνά εύκολα από τη κωμωδία στην τραγωδία, να δημιουργεί ολοκληρωμένους ανθρώπινους χαρακτήρες, τις περισσότερες φορές γυναικείους, καθώς και η έλλειψη της περιττολογίας.
Το μυθιστόρημα του Henri Murger (Σκηνές από τη ζωή των Μποέμ) στάθηκε αφορμή για τη δημιουργία αυτής της όπερας, στο οποίο παρουσιάζεται η ζωή μιας ομάδας καλλιτεχνών, που ζουν στο Παρίσι το α' μισό του 19ου αιώνα (ενός ποιητή, του Rodolfo, ενός μουσικού, ενός φιλοσόφου και ενός ζωγράφου) και η οποία θα ανατραπεί από τη παρουσία μιας απλής ράπτριας, της Mimi. Η κοπέλα, που είναι μελλοθάνατη, θα βρει συμπαράσταση μέσα από τη φιλία των προηγουμένων και την αγάπη του Rodolfo.
Ο ίδιος ο Puccini είχε πει: "επιτέλους βρήκα μια ιστορία με την οποία είμαι ερωτευμένος μαζί της. Μια βροχερή μέρα διάβασα το έργο του Henri Murger και συνειδητοποίησα, ότι αυτό το έργο ήταν η ζωή μου, ήταν όλα όσα είχαν συμβεί σε μένα. Βρήκα τα πάντα σε αυτό-νιάτα, πάθος, χαρά, αγάπη, που φέρνουν και τα δύο ευτυχία και πόνο". Όσο για τη σκηνή του θανάτου της Mimi είναι αυτή που συγκλόνισε περισσότερο τον δημιουργό, αφού μετά την ολοκλήρωσή της αναφέρει, ότι στάθηκε στη μέση του δωματίου του και άρχισε να κλαίει σαν μικρό παιδί μέσα στη νύχτα. Αισθάνθηκε, ότι είχε χάσει ο ίδιος ένα αγαπημένο του πρόσωπο.
Οι Luigi Illica και Giuseppe Giacosa διαμόρφωσαν το λιμπρέτο στις ανάγκες της όπερας και στις ιδιαίτερες απαιτήσεις του συνθέτη.
Το έργο παρουσιάστηκε πρώτη φορά στο Θέατρο Regio του Torino τη 1η Φεβρουαρίου 1896 και αμέσως μετά στο Palermo, όπου μάγεψε και συνεχίζει να μαγεύει το κοινό μέχρι σήμερα. Στην όπερα αυτή διακρίνεται ιδιαίτερα το ταλέντο του Puccini, να περνά εύκολα από τη κωμωδία στην τραγωδία, να δημιουργεί ολοκληρωμένους ανθρώπινους χαρακτήρες, τις περισσότερες φορές γυναικείους, καθώς και η έλλειψη της περιττολογίας.