17 May 2010

Εξοπλισμός από λάστιχο

Το Σεπτέμβριο του 1944, κάπου 9 μήνες πριν από τη λήξη του β’ παγκόσμιου πολέμου, περπατούσαν δύο Γάλλοι στο δάσος, κοντά στα σύνορα με το Λουξεμβούργο. Εκεί τους σταμάτησαν Αμερικάνοι σκοποί ενός στρατοπέδου και τους ανέκριναν, ποιοι είναι, πού μένουν, πού πηγαίνουν κ.ο.κ. Αλλά οι δύο Γάλλοι δυσκολεύονταν να απαντήσουν, αυτό που έβλεπαν τους είχε πάρει τη φωνή: τέσσερις Αμερικάνοι στρατιώτες σήκωναν ένα ολόκληρο άρμα μάχης στα χέρια και το τοποθετούσαν σε άλλο σημείο του στρατοπέδου! Αυτό που δεν ήξεραν οι Γάλλοι: το φαινομενικά χαλύβδινο άρμα μάχης ήταν ένα φουσκωμένο μπαλόνι με χρώματα επάνω και συνολικό βάρος κάπου 40 κιλά! Ζωρίς να το ξέρουν, οι δύο Γάλλοι ανακάλυπταν την ύπαρξη της μονάδας «23. Headquarters Special Troops».

Οι στρατιώτες ονόμαζαν τη μονάδα τους «στρατό φάντασμα» (the Ghost Army) ή «λαστιχένιο στρατό» (the Rubber Army) και δεν είχαν άδικο, αφού όλος ο «βαρύς» εξοπλισμός ήταν φουσκωτά τανκς, κανόνια, φορτηγά και αεροπλάνα. Στελεχωμένη με περίπου 1.100 άτομα έδινε η μονάδα την εντύπωση ότι διαθέτει 30.000 άνδρες. Μέχρι πρόσφατα, αρκετές δεκαετίες μετά τον πόλεμο, κανείς δεν ήξερε για την ύπαρξη αυτού του «στρατού», με τον οποίο οι Σύμμαχοι σκόπευαν να πετύχουν τακτικά πλεονεκτήματα χωρίς να ρίξουν ούτε μια βολή.

 

Ο Jack Masey, σήμερα 85 ετών, βετεράνος του αμερικάνικου στρατού, διηγείται ότι ήταν απαγορευμένο 4 ή περισσότεροι στρατιώτες να σηκώνουν και να μεταφέρουν άρματα, πυροβόλα και αεροπλάνα. Αν τους έβλεπε κάποιος κατάσκοπος, θα είχε ακυρωθεί όλη η προσπάθεια. Απ’ την άλλη μεριά, ήταν επιθυμητό να δουν κατάσκοποι από μακριά τον εντυπωσιακό βαρύ εξοπλισμό «νέας τεχνολογίας», γιατί έτσι θα κυκλοφορούσαν οι ψευδείς εντυπώσεις στις γραμμές του εχθρού.

Για το φούσκωμα των πολεμικών μπαλονιών διέθεταν οι στρατιώτες χειροκίνητες ή ποδοκίνητες, σπανιότερα μηχανοκίνητες αεραντλίες (τρόμπες). Το φούσκωμα δεν γινόταν όμως μια φορά για πάντα. Με κάθε μετακίνηση έπρεπε να ξεφουσκώσουν τα θηριώδη μπαλόνια, να πακεταριστούν προσεκτικά και να ξαναφουσκώσουν στη νέα θέση. Όταν έπρεπε να φουσκώσουν κάποια «άρματα» πολύ γρήγορα, χρησιμοποιούσαν οι φαντάροι τρόμπες για τα λάστιχα ποδηλάτου, μερικοί φύσαγαν και με το στόμα…

 

Βέβαια, προσπάθειες παραπλάνησης του εχθρού γίνονταν διαρκώς, όπως τα ανύπαρκτα αεροδρόμια που χάραζαν γερμανοί και Εγγλέζοι στην έρημο της βόρειας Αφρικής ή η κατασκευή και τοποθέτηση ξύλινων αρμάτων, τα οποία έμειναν στη θέση τους και μετά το τέλος του πολέμου και χρησιμοποιήθηκαν ως καυσόξυλα ή, επίσης, η μετάδοση μηνυμάτων με τον ασύρματο, όπου αναφέρονταν φανταστικές μονάδες με τεράστιο αριθμό στρατιωτών, με μοναδική ελπίδα να τις καταγράφει ο εχθρός και να κανονίζει τις κινήσεις του σύμφωνα με αυτές τις παραπλανητικές πληροφορίες.

 

Οι σημαντικότεροι πραγματικοί στρατιώτες αυτής της μονάδας των φουσκωμένων όπλων ήταν καλλιτέχνες, κυρίως διακοσμητές και ζωγράφοι, για τους οποίους συνηθέστατα δεν υπάρχει πεδίο αξιοποίησης. Στη μονάδα του «στρατού φάντασμα» έβαζαν όλη τη μαεστρία τους για να σχεδιάσουν νέες μορφές όπλων, με γρανάζια, ρόδες, έλικες, ελατήρια κ.ο.κ., όλα μπαλαμούτι… Οι αξιωματικοί της μονάδας θεωρούσαν ότι ακόμα και εξασκημένος στρατιωτικός δεν μπορούσε σε αποστάσεις πάνω από 100 μέτρα να φανταστεί ότι τα τεράστια άρματα ήταν παραπειστικά.


Jack Kneece: Ghost Army of World war II, Pelican Publishing Company 2001.