Πορεία στην κόλαση...
του Θύμιου Γ.
Δεν υπάρχει μία μόνον ιστορία που μπορώ να διηγηθώ. Θα μπορούσα να γράψω ολόκληρο βιβλίο για εκείνη την ταραγμένη περίοδο του τόπου μας. Ήμουνα παιδί και αποτυπώθηκαν όλα σαν γεγονότα χωρίς τα φίλτρα ερμηνειών που μπορούν να προκύψουν στους μεγάλους από τις μετέπειτα προσωπικές τους τοποθετήσεις. Αυτή τη στιγμή μου έρχονται αυθόρμητα δύο από τις πολλές εμπειρίες εκείνης της εποχής.
Ήμουν περίπου επτά ετών στο τέλος του 1944. Η «Κατοχή» μόλις είχε τελειώσει και η Ελλάδα πάσχιζε να ανασυγκροτηθεί. Ο πατέρας μου διατηρούσε ένα ξενοδοχείο με το όνομα «Κασταλία» στην οδό Σατωβριάνδου 18 το οποίο στα χρόνια της Κατοχής είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς. Εμείς διαμέναμε στην οδό Πέτρας στον Κολωνό, μία εντελώς λαϊκή συνοικία με πολύ φτωχούς ανθρώπους, όπου συνωστιζόταν πολλές φορές σε ένα μόνο δωμάτιο ολόκληρη οικογένεια και υπήρχαν περισσότερα καπηλειά από καταστήματα.
Το πώς άρχισαν τα «Δεκεμβριανά» δεν το γνωρίζω από άμεση εμπειρία. Θυμάμαι μόνο ότι ο κόσμος έλεγε, πως στην περιοχή της Ομόνοιας είχαν αρχίσει συλλαλητήρια και ταραχές. Θυμάμαι επίσης ότι ένοπλες ομάδες εμφανίστηκαν και στη γειτονιά μας και με χωνιά (τηλεβόες) καλούσαν τους νέους να συστρατευθούν στον ΕΛΑΣ. Τότε δεν ήξερα τι σημαίνει ΕΛΑΣ και αμφιβάλλω, αν υπήρχαν πολλοί που το ήξεραν. Κάποια άλλη ημέρα άκουσα από το χωνί (τα λόγια τα θυμάμαι λέξη προς λέξη σαν τωρινά):
Οι μεγάλοι είπαν ότι θα γίνει «πλιάτσικο». Κάποιοι από την παρέα μου είπαν να πάμε να «βουτήξουμε ότι βρούμε». Δεν κατάλαβα τότε από ποιον επρόκειτο να βουτήξουμε κάτι. Πάντως πήγα και εγώ μαζί, κρυφά από τη μάνα μου, η οποία ήταν ανασταλτικό στοιχείο σε τέτοιες περιπτώσεις. Θυμάμαι ότι τότε πήρα λάφυρο μία σβούρα που την λειτουργούσες πιέζοντας ρυθμικά ένα έμβολο στο επάνω μέρος της και αυτή στριφογύριζε κάνοντας ένα βόμβο.
Την άλλη ημέρα πάλι το χωνί ανακοίνωνε ότι θα ανατίναζε τη ΒΙΟ. Αυτή ήταν μία βιομηχανία ή βιοτεχνία στο Μεταξουργείο, χωρίς να μπορώ να πώ τι κατασκεύαζε (νομίζω μαχαιροπήρουνα). Δεν είχα πάει τότε μαζί σ’ αυτή την επιχείρηση, γιατί με περιόρισε η μάνα μου, η οποία είχε γίνει έξω φρενών για την σβούρα και έλεγε ότι ήταν κλοπή και ότι αυτά ήταν αλητείες.
Ήταν πλέον αρχές Δεκεμβρίου και στο σπίτι συζητούσαμε να πάμε για Χριστούγεννα στο χωριό, όπως σχεδόν κάθε χρόνο, όταν μάθαμε ότι φούντωσαν πραγματικές μάχες γύρω από την Ομόνοια, στις οποίες κατά ακατανόητο (για μας τότε) λόγο αναμειγνύονταν και οι Άγγλοι.
Ο πατέρας μου πήγαινε κάθε ημέρα στο ξενοδοχείο και γύριζε το βράδυ. Μια από τις επόμενες ημέρες πήρε περισσότερα ρούχα μαζί του και μας είπε ότι ίσως δεν θα επέστρεφε γρήγορα, γιατί φαίνεται ότι θα υπήρχαν ταραχές και έπρεπε να είναι κοντά στη δουλειά του. Ήδη είχαν γίνει συλλαλητήρια από αριστερές οργανώσεις και τα σύννεφα των ταραχών όσο πήγαιναν και πύκνωναν.
Η επικοινωνία με τον πατέρα μου δεν ήταν δυνατή, γιατί εκείνη την εποχή, τουλάχιστον στη συνοικία μας, το τηλέφωνο ήταν άγνωστο. Έτσι για κάποιες μέρες είχαμε χάσει την επαφή και η μητέρα μου εν όψει και των γεγονότων, είχε τρομερά ανησυχήσει.
Δεν θυμάμαι πόσες ημέρες μείναμε στην αγωνία. Κάποια μέρα μας έστειλε επιτέλους ο πατέρας μήνυμα ότι είναι καλά και ότι θα έπρεπε να πάμε αμέσως και εμείς εκεί. Πράγματι αποφάσισε η μητέρα μου να φύγουμε για το ξενοδοχείο της Σατωβριάνδου και παίρνοντας τα χρειώδη μαζί της, εμένα, την κατά τρία χρόνια μικρότερη αδελφή μου και τη θεία μου, η οποία εκείνο τον καιρό έμενε μαζί μας, ξεκινήσαμε (ίσως ήταν και ο θείος μου μαζί, ο οποίος είχε γυρίσει από τη Μέση Ανατολή, όπου είχε υπηρετήσει στο πολεμικό ναυτικό, όμως γι’ αυτό δεν είμαι βέβαιος).
Από την οδό Πέτρας ανεβήκαμε την Κωνσταντινουπόλεως και μετά από ένα τέταρτο βρεθήκαμε στη γέφυρα που περνούσε πάνω από τις σιδηροτροχιές του σιδηροδρομικού σταθμού ΣΕΚ και ένωνε τον Κολωνό με την υπόλοιπη Αθήνα. Ήδη από αυτό το σημείο ακούγονταν στο βάθος πυκνοί πυροβολισμοί, ριπές αυτομάτων όπλων αλλά και σποραδικές εκρήξεις. Περιέργως δεν δώσαμε σημασία και ανεβήκαμε τη γέφυρα φθάνοντας σε μία αλάνα που υπήρχε εκείνη την εποχή στο επάνω μέρος του σταθμού.
Εκεί πλέον οι πυροβολισμοί ακούγονταν καθαρότερα. Κάποια έκρηξη φάνηκε να έγινε πιο κοντά και μετά μια δεύτερη και μια τρίτη. Παρ’ όλα αυτά θυμάμαι προχωρήσαμε αλλά με μεγαλύτερες προφυλάξεις. Στην άκρη της αλάνας άρχιζε η οδός Νεοφύτου Μεταξά, αν θυμάμαι καλά, η οποία συνέχιζε μέχρι το Αρχαιολογικό Μουσείο ως οδός Ηπείρου.
Δεν είχαμε προχωρήσει στην οδό αυτή περισσότερο από τριάντα μέτρα και βρεθήκαμε, χωρίς να το καταλάβουμε, μέσα σε ένα καταιγισμό πυρών. Οι σοβάδες από τις σφαίρες που έπεφταν στους τοίχους των κτηρίων, κατέληγαν πλέον στα κεφάλια μας. Θυμάμαι κάποιος βιαστικός περαστικός μας είπε τρέχοντας: «Τρελοί είστε! Πού πάτε, γίνεται χαλασμός… δεν το βλέπετε;»
Προς στιγμήν είπαν να γυρίσουμε πίσω αλλά σύντομα διαπιστώσαμε ότι ο «χαλασμός Κυρίου» γινόταν πλέον στο μέρος του σταθμού. Η θεία μου, η οποία είχε πάντοτε αδύνατα νεύρα, ήταν σχεδόν ημιλιπόθυμη. Προσπαθήσαμε να προχωρήσουμε προς την οδό Λιοσίων, αλλά λίγο πριν τη διασταύρωση αντικρίσαμε ένα αποτρόπαιο θέαμα, το οποίο παρά τα χρόνια που έχουν περάσει και παρά τις σκληρές σκηνές που είχαν δη τα μάτια μου στην κατοχή, δεν μπορώ να ξεχάσω. Ήταν μία ηλικιωμένη γυναίκα πεσμένη μπρούμυτα μέσα σε μία λίμνη αίματος, σχεδόν κομμένη στη μέση και μία κατσαρόλα πεσμένη στην άσφαλτο δεμένη σταυρωτά με μία καρό ασπροκόκκινη πετσέτα με το καπάκι να έχει ανοίξει και να έχει χυθεί έξω η φασολάδα, την οποία προφανώς πήγαινε σε κάποιον δικό της. Κάποιος εκεί κοντά είπε ότι την είχε χτυπήσει όλμος ή χειροβομβίδα (σήμερα θα έλεγα όλμος).
Μετά από αυτό, μας έπιασε όλους πανικός, ακόμη κι εμένα, ο οποίος μη έχοντας συναίσθηση του κινδύνου σ’ αυτή την ηλικία, έως εκείνη τη στιγμή το… διασκέδαζα. Πάλι μία ριπή αυτομάτου σάρωσε τον τοίχο του κτηρίου από επάνω μας, ρίχνοντας σοβάδες στα κεφάλια μας.
Κάποιος φώναξε: «Πέστε κάτω!», πράγμα που κάναμε. Στο απέναντι κτήριο εκείνη τη στιγμή άνοιξε ένα παράθυρο και κάποιοι μας φώναξαν να μπούμε στο σπίτι. Ήταν ένα σπίτι τριώροφο ή τετραώροφο, του οποίου η πρόσοψη όπως και των περισσοτέρων στην περιοχή ήταν σκαμμένη από αδέσποτες σφαίρες. Μπήκαμε μέσα από την κεντρική πόρτα που μας άνοιξε ένας γηραιός κύριος και μας υποδέχτηκε με φοβερές επικρίσεις: «Πού πάτε εσείς με δυο μικρά παιδιά τρελαθήκατε; Δεν βλέπετε τι γίνεται έξω;»
Ανεβήκαμε μάλλον στο δεύτερο όροφο και βρεθήκαμε σε μία οικογένεια που ήταν γύρω από ένα αναμμένο μαγκάλι και έψηνε πατάτες ακαθάριστες. Μας έδωσαν κι εμάς να φάμε.
Η θεία μου, θυμάμαι, είχε πέσει στο πάτωμα και έκανε μετάνοιες και τάματα στην Παναγία. Η μάνα μου, αντιθέτως, ήταν περισσότερο ψύχραιμη. Μάλιστα διηγόταν αργότερα ότι παρακολουθούσε κάποιον από το παράθυρο στο γωνιακά απέναντι σπίτι, ο οποίος έριχνε συνεχώς ριπές με αυτόματο προς άγνωστη κατεύθυνση και σχολίαζε: «Βρε αλήτη, πού τις στέλνεις αυτές τις σφαίρες, δεν ξέρεις ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν κάποιον που τους περιμένει;»
Δεν θυμάμαι, πώς φύγαμε από εκεί ούτε κι αν διατηρήσαμε εκ των υστέρων κάποια επαφή με εκείνους τους ανθρώπους που μας συμπαραστάθηκαν. Δεν κατανόησα όμως ποτέ, ούτε εγώ ούτε η μάνα μου, γιατί ο πατέρας μου μας έστειλε τότε μέσα στη φωτιά…
Θα επανέλθω με άλλη μία ιστορία!
Ήμουν περίπου επτά ετών στο τέλος του 1944. Η «Κατοχή» μόλις είχε τελειώσει και η Ελλάδα πάσχιζε να ανασυγκροτηθεί. Ο πατέρας μου διατηρούσε ένα ξενοδοχείο με το όνομα «Κασταλία» στην οδό Σατωβριάνδου 18 το οποίο στα χρόνια της Κατοχής είχε επιταχθεί από τους Γερμανούς. Εμείς διαμέναμε στην οδό Πέτρας στον Κολωνό, μία εντελώς λαϊκή συνοικία με πολύ φτωχούς ανθρώπους, όπου συνωστιζόταν πολλές φορές σε ένα μόνο δωμάτιο ολόκληρη οικογένεια και υπήρχαν περισσότερα καπηλειά από καταστήματα.
Το πώς άρχισαν τα «Δεκεμβριανά» δεν το γνωρίζω από άμεση εμπειρία. Θυμάμαι μόνο ότι ο κόσμος έλεγε, πως στην περιοχή της Ομόνοιας είχαν αρχίσει συλλαλητήρια και ταραχές. Θυμάμαι επίσης ότι ένοπλες ομάδες εμφανίστηκαν και στη γειτονιά μας και με χωνιά (τηλεβόες) καλούσαν τους νέους να συστρατευθούν στον ΕΛΑΣ. Τότε δεν ήξερα τι σημαίνει ΕΛΑΣ και αμφιβάλλω, αν υπήρχαν πολλοί που το ήξεραν. Κάποια άλλη ημέρα άκουσα από το χωνί (τα λόγια τα θυμάμαι λέξη προς λέξη σαν τωρινά):
«Αύριο ο ηρωικός ΕΛΑΣ θα ανατινάξει το τελωνείο.
Όσοι θέλουν να έρθουν να πάρουν ό,τι βρουν»
Όσοι θέλουν να έρθουν να πάρουν ό,τι βρουν»
Οι μεγάλοι είπαν ότι θα γίνει «πλιάτσικο». Κάποιοι από την παρέα μου είπαν να πάμε να «βουτήξουμε ότι βρούμε». Δεν κατάλαβα τότε από ποιον επρόκειτο να βουτήξουμε κάτι. Πάντως πήγα και εγώ μαζί, κρυφά από τη μάνα μου, η οποία ήταν ανασταλτικό στοιχείο σε τέτοιες περιπτώσεις. Θυμάμαι ότι τότε πήρα λάφυρο μία σβούρα που την λειτουργούσες πιέζοντας ρυθμικά ένα έμβολο στο επάνω μέρος της και αυτή στριφογύριζε κάνοντας ένα βόμβο.
Την άλλη ημέρα πάλι το χωνί ανακοίνωνε ότι θα ανατίναζε τη ΒΙΟ. Αυτή ήταν μία βιομηχανία ή βιοτεχνία στο Μεταξουργείο, χωρίς να μπορώ να πώ τι κατασκεύαζε (νομίζω μαχαιροπήρουνα). Δεν είχα πάει τότε μαζί σ’ αυτή την επιχείρηση, γιατί με περιόρισε η μάνα μου, η οποία είχε γίνει έξω φρενών για την σβούρα και έλεγε ότι ήταν κλοπή και ότι αυτά ήταν αλητείες.
Ήταν πλέον αρχές Δεκεμβρίου και στο σπίτι συζητούσαμε να πάμε για Χριστούγεννα στο χωριό, όπως σχεδόν κάθε χρόνο, όταν μάθαμε ότι φούντωσαν πραγματικές μάχες γύρω από την Ομόνοια, στις οποίες κατά ακατανόητο (για μας τότε) λόγο αναμειγνύονταν και οι Άγγλοι.
Ο πατέρας μου πήγαινε κάθε ημέρα στο ξενοδοχείο και γύριζε το βράδυ. Μια από τις επόμενες ημέρες πήρε περισσότερα ρούχα μαζί του και μας είπε ότι ίσως δεν θα επέστρεφε γρήγορα, γιατί φαίνεται ότι θα υπήρχαν ταραχές και έπρεπε να είναι κοντά στη δουλειά του. Ήδη είχαν γίνει συλλαλητήρια από αριστερές οργανώσεις και τα σύννεφα των ταραχών όσο πήγαιναν και πύκνωναν.
Η επικοινωνία με τον πατέρα μου δεν ήταν δυνατή, γιατί εκείνη την εποχή, τουλάχιστον στη συνοικία μας, το τηλέφωνο ήταν άγνωστο. Έτσι για κάποιες μέρες είχαμε χάσει την επαφή και η μητέρα μου εν όψει και των γεγονότων, είχε τρομερά ανησυχήσει.
Δεν θυμάμαι πόσες ημέρες μείναμε στην αγωνία. Κάποια μέρα μας έστειλε επιτέλους ο πατέρας μήνυμα ότι είναι καλά και ότι θα έπρεπε να πάμε αμέσως και εμείς εκεί. Πράγματι αποφάσισε η μητέρα μου να φύγουμε για το ξενοδοχείο της Σατωβριάνδου και παίρνοντας τα χρειώδη μαζί της, εμένα, την κατά τρία χρόνια μικρότερη αδελφή μου και τη θεία μου, η οποία εκείνο τον καιρό έμενε μαζί μας, ξεκινήσαμε (ίσως ήταν και ο θείος μου μαζί, ο οποίος είχε γυρίσει από τη Μέση Ανατολή, όπου είχε υπηρετήσει στο πολεμικό ναυτικό, όμως γι’ αυτό δεν είμαι βέβαιος).
Από την οδό Πέτρας ανεβήκαμε την Κωνσταντινουπόλεως και μετά από ένα τέταρτο βρεθήκαμε στη γέφυρα που περνούσε πάνω από τις σιδηροτροχιές του σιδηροδρομικού σταθμού ΣΕΚ και ένωνε τον Κολωνό με την υπόλοιπη Αθήνα. Ήδη από αυτό το σημείο ακούγονταν στο βάθος πυκνοί πυροβολισμοί, ριπές αυτομάτων όπλων αλλά και σποραδικές εκρήξεις. Περιέργως δεν δώσαμε σημασία και ανεβήκαμε τη γέφυρα φθάνοντας σε μία αλάνα που υπήρχε εκείνη την εποχή στο επάνω μέρος του σταθμού.
Εκεί πλέον οι πυροβολισμοί ακούγονταν καθαρότερα. Κάποια έκρηξη φάνηκε να έγινε πιο κοντά και μετά μια δεύτερη και μια τρίτη. Παρ’ όλα αυτά θυμάμαι προχωρήσαμε αλλά με μεγαλύτερες προφυλάξεις. Στην άκρη της αλάνας άρχιζε η οδός Νεοφύτου Μεταξά, αν θυμάμαι καλά, η οποία συνέχιζε μέχρι το Αρχαιολογικό Μουσείο ως οδός Ηπείρου.
Δεν είχαμε προχωρήσει στην οδό αυτή περισσότερο από τριάντα μέτρα και βρεθήκαμε, χωρίς να το καταλάβουμε, μέσα σε ένα καταιγισμό πυρών. Οι σοβάδες από τις σφαίρες που έπεφταν στους τοίχους των κτηρίων, κατέληγαν πλέον στα κεφάλια μας. Θυμάμαι κάποιος βιαστικός περαστικός μας είπε τρέχοντας: «Τρελοί είστε! Πού πάτε, γίνεται χαλασμός… δεν το βλέπετε;»
Προς στιγμήν είπαν να γυρίσουμε πίσω αλλά σύντομα διαπιστώσαμε ότι ο «χαλασμός Κυρίου» γινόταν πλέον στο μέρος του σταθμού. Η θεία μου, η οποία είχε πάντοτε αδύνατα νεύρα, ήταν σχεδόν ημιλιπόθυμη. Προσπαθήσαμε να προχωρήσουμε προς την οδό Λιοσίων, αλλά λίγο πριν τη διασταύρωση αντικρίσαμε ένα αποτρόπαιο θέαμα, το οποίο παρά τα χρόνια που έχουν περάσει και παρά τις σκληρές σκηνές που είχαν δη τα μάτια μου στην κατοχή, δεν μπορώ να ξεχάσω. Ήταν μία ηλικιωμένη γυναίκα πεσμένη μπρούμυτα μέσα σε μία λίμνη αίματος, σχεδόν κομμένη στη μέση και μία κατσαρόλα πεσμένη στην άσφαλτο δεμένη σταυρωτά με μία καρό ασπροκόκκινη πετσέτα με το καπάκι να έχει ανοίξει και να έχει χυθεί έξω η φασολάδα, την οποία προφανώς πήγαινε σε κάποιον δικό της. Κάποιος εκεί κοντά είπε ότι την είχε χτυπήσει όλμος ή χειροβομβίδα (σήμερα θα έλεγα όλμος).
Μετά από αυτό, μας έπιασε όλους πανικός, ακόμη κι εμένα, ο οποίος μη έχοντας συναίσθηση του κινδύνου σ’ αυτή την ηλικία, έως εκείνη τη στιγμή το… διασκέδαζα. Πάλι μία ριπή αυτομάτου σάρωσε τον τοίχο του κτηρίου από επάνω μας, ρίχνοντας σοβάδες στα κεφάλια μας.
Κάποιος φώναξε: «Πέστε κάτω!», πράγμα που κάναμε. Στο απέναντι κτήριο εκείνη τη στιγμή άνοιξε ένα παράθυρο και κάποιοι μας φώναξαν να μπούμε στο σπίτι. Ήταν ένα σπίτι τριώροφο ή τετραώροφο, του οποίου η πρόσοψη όπως και των περισσοτέρων στην περιοχή ήταν σκαμμένη από αδέσποτες σφαίρες. Μπήκαμε μέσα από την κεντρική πόρτα που μας άνοιξε ένας γηραιός κύριος και μας υποδέχτηκε με φοβερές επικρίσεις: «Πού πάτε εσείς με δυο μικρά παιδιά τρελαθήκατε; Δεν βλέπετε τι γίνεται έξω;»
Ανεβήκαμε μάλλον στο δεύτερο όροφο και βρεθήκαμε σε μία οικογένεια που ήταν γύρω από ένα αναμμένο μαγκάλι και έψηνε πατάτες ακαθάριστες. Μας έδωσαν κι εμάς να φάμε.
Η θεία μου, θυμάμαι, είχε πέσει στο πάτωμα και έκανε μετάνοιες και τάματα στην Παναγία. Η μάνα μου, αντιθέτως, ήταν περισσότερο ψύχραιμη. Μάλιστα διηγόταν αργότερα ότι παρακολουθούσε κάποιον από το παράθυρο στο γωνιακά απέναντι σπίτι, ο οποίος έριχνε συνεχώς ριπές με αυτόματο προς άγνωστη κατεύθυνση και σχολίαζε: «Βρε αλήτη, πού τις στέλνεις αυτές τις σφαίρες, δεν ξέρεις ότι όλοι οι άνθρωποι έχουν κάποιον που τους περιμένει;»
Δεν θυμάμαι, πώς φύγαμε από εκεί ούτε κι αν διατηρήσαμε εκ των υστέρων κάποια επαφή με εκείνους τους ανθρώπους που μας συμπαραστάθηκαν. Δεν κατανόησα όμως ποτέ, ούτε εγώ ούτε η μάνα μου, γιατί ο πατέρας μου μας έστειλε τότε μέσα στη φωτιά…
Θα επανέλθω με άλλη μία ιστορία!