Οι φρουροί πιάστηκαν στον ύπνο
της Βούλας Π.
Η οικογένειά μου, πολύτεκνη και φτωχή, όπως οι περισσότερες αμέσως μετά την κατοχή, ζούσε στη Νίκαια. Εγώ δεν είχα γεννηθεί ακόμα, ξέρω όμως την ιστορία που ακολουθεί από οικογενειακές διηγήσεις.
Ο πατέρας μου, Κρητικός και βενιζελικός, δούλευε σοφέρ για φορτηγά και λεωφορεία, όπου έβρισκε μεροκάματο. Δύο αδέλφια του, επίσης βενιζελικοί, είχαν προσληφθεί στη χωροφυλακή, στο πλαίσιο της εξ ημισείας κάλυψης των αναγκών μεταξύ βασιλοφρόνων και βενιζελικών.
Για τις γιορτές Χριστουγέννων-Πρωτοχρονιάς είχε κανονιστεί να έλθουν τα αδέλφια του πατέρα μου στο σπίτι μας, μια και δεν είχαν οι ίδιοι οικογένεια. Όταν λέμε σπίτι, εννοούμε δύο δωματιάκια, με μικρή κουζίνα και τουαλέτα δίπλα, η πολύτεκνη οικογένεια χωρούσε με το ζόρι.
Όταν κατέφτασαν οι δύο θείοι, μετά από τις χαιρετούρες και τις διηγήσεις για τα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα, τσίμπησαν κάτι πρόχειρα και έπεσαν να κοιμηθούν κουρασμένοι - φυσικά στο δάπεδο, δεν υπήρχε ελεύθερο κρεβάτι γι’ αυτούς, ούτε και χώρος.
Κατά τις 3 το πρωί ακούγονται δυνατοί θόρυβοι και φωνές και, πριν προλάβουν να αντιληφθούν οι κοιμισμένοι τι συμβαίνει, τα δύο δωμάτια γέμισαν με χωροφύλακες και όπλα τούς σημάδευαν προληπτικά. Αμέσως μάζεψαν οι εισβολείς στο οικογενειακό άσυλο τα όπλα, 2 τουφέκια ακουμπισμένα στον τοίχο και τα 2 περίστροφα που ήταν κάτω από το μαξιλάρι των θείων μου - όλα υπηρεσιακός οπλισμός που δεν επιτρεπόταν να τον αποχωριστούν οι κάτοχοί τους, λόγω της «κατάστασης πολιορκίας» που επικρατούσε.
Οι ενήλικες μεταφέρθηκαν στο τμήμα χωροφυλακής της Νίκαιας, με τα εσώρουχα και τυλιγμένοι σε κουβέρτες και μαζί τους, ως αποδεικτικά στοιχεία της απειλής, τα όπλα που βρέθηκαν στο σπίτι. Ερχόμενοι οι θείοι, με πολιτικά εννοείται και τα τουφέκια τυλιγμένα σε εφημερίδες, έγιναν αντιληπτοί από τους ρουφιάνους της γειτονιάς, οι οποίοι ειδοποίησαν τη χωροφυλακή. Δεν γνώριζαν οι ίδιοι την ιδιότητα των αδελφών του πατέρα μου και υπέθεσαν ότι ήταν ένοπλοι αντάρτες που βρήκαν καταφύγιο.
Στο αστυνομικό τμήμα δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις, έγινε έλεγχος στοιχείων και πληροφοριών και τις πρωινές ώρες, μέσα στο καταχείμωνο, επέστρεφαν σπίτι, μπροστά στα μάτια των αγουροξυπνημένων περιοίκων, τρεις άντρες και μια γυναίκα, τυλιγμένοι όλοι σε κουβέρτες…
Ο πατέρας μου, Κρητικός και βενιζελικός, δούλευε σοφέρ για φορτηγά και λεωφορεία, όπου έβρισκε μεροκάματο. Δύο αδέλφια του, επίσης βενιζελικοί, είχαν προσληφθεί στη χωροφυλακή, στο πλαίσιο της εξ ημισείας κάλυψης των αναγκών μεταξύ βασιλοφρόνων και βενιζελικών.
Για τις γιορτές Χριστουγέννων-Πρωτοχρονιάς είχε κανονιστεί να έλθουν τα αδέλφια του πατέρα μου στο σπίτι μας, μια και δεν είχαν οι ίδιοι οικογένεια. Όταν λέμε σπίτι, εννοούμε δύο δωματιάκια, με μικρή κουζίνα και τουαλέτα δίπλα, η πολύτεκνη οικογένεια χωρούσε με το ζόρι.
Όταν κατέφτασαν οι δύο θείοι, μετά από τις χαιρετούρες και τις διηγήσεις για τα πολιτικά και πολεμικά γεγονότα, τσίμπησαν κάτι πρόχειρα και έπεσαν να κοιμηθούν κουρασμένοι - φυσικά στο δάπεδο, δεν υπήρχε ελεύθερο κρεβάτι γι’ αυτούς, ούτε και χώρος.
Κατά τις 3 το πρωί ακούγονται δυνατοί θόρυβοι και φωνές και, πριν προλάβουν να αντιληφθούν οι κοιμισμένοι τι συμβαίνει, τα δύο δωμάτια γέμισαν με χωροφύλακες και όπλα τούς σημάδευαν προληπτικά. Αμέσως μάζεψαν οι εισβολείς στο οικογενειακό άσυλο τα όπλα, 2 τουφέκια ακουμπισμένα στον τοίχο και τα 2 περίστροφα που ήταν κάτω από το μαξιλάρι των θείων μου - όλα υπηρεσιακός οπλισμός που δεν επιτρεπόταν να τον αποχωριστούν οι κάτοχοί τους, λόγω της «κατάστασης πολιορκίας» που επικρατούσε.
Οι ενήλικες μεταφέρθηκαν στο τμήμα χωροφυλακής της Νίκαιας, με τα εσώρουχα και τυλιγμένοι σε κουβέρτες και μαζί τους, ως αποδεικτικά στοιχεία της απειλής, τα όπλα που βρέθηκαν στο σπίτι. Ερχόμενοι οι θείοι, με πολιτικά εννοείται και τα τουφέκια τυλιγμένα σε εφημερίδες, έγιναν αντιληπτοί από τους ρουφιάνους της γειτονιάς, οι οποίοι ειδοποίησαν τη χωροφυλακή. Δεν γνώριζαν οι ίδιοι την ιδιότητα των αδελφών του πατέρα μου και υπέθεσαν ότι ήταν ένοπλοι αντάρτες που βρήκαν καταφύγιο.
Στο αστυνομικό τμήμα δόθηκαν οι απαραίτητες εξηγήσεις, έγινε έλεγχος στοιχείων και πληροφοριών και τις πρωινές ώρες, μέσα στο καταχείμωνο, επέστρεφαν σπίτι, μπροστά στα μάτια των αγουροξυπνημένων περιοίκων, τρεις άντρες και μια γυναίκα, τυλιγμένοι όλοι σε κουβέρτες…