(του Ριχάρδου Σωμερίτη, ΒΗΜΑ, 18/12/2008)
Δεν είναι πιθανό ο βολικός «μέσος Ελληνας» να έχει αλλάξει άποψη για το θρήσκευμά του. Αλλαξαν όμως οι συνθήκες και αλλάζουν οι σχέσεις του με την Εκκλησία. Πέθανε ο χαρισματικός Χριστόδουλος που την είχε μετατρέψει σε σχηματισμό μάχης εναντίον του δημοκρατικού Κράτους διεκδικώντας εξουσιαστικό λόγο και ρόλο. Και ζούμε το μέγα σκάνδαλο του Βατοπαιδίου που αποδείχνει ανάγλυφα την προσοδοφόρα σε βάρος της κοινωνίας υποκρισία πολλών πατέρων και των πολιτικών συνεργών τους. Θυμίζοντας και τα όσα έμειναν μισοκουκουλωμένα: το παραδικαστικό, παραδικηγορικό και παραεκκλησιαστικό κύκλωμα, η υπόθεση της «Αλληλεγγύης» ή οι «ιδιωτικές» δραστηριότητες τόσων «αγίων πατέρων».
Ο νέος αρχιεπίσκοπος είναι διαφορετικός, παρά την άκαιρη απαίτησή του να οργανωθεί δημοψήφισμα αν τεθεί θέμα χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους. Δεν χρησιμοποιεί τον άμβωνα και τις τηλεοπτικές κάμερες σαν πολιτικό βήμα, προσπαθεί να περιμαζέψει τα εκκλησιαστικά· είναι (φαίνεται;) γλυκομίλητος και συναινετικός. Δεν προκαλεί. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι η πλειονότητα της Ιεράς Συνόδου φωτίστηκε αιφνίδια από το «φως το αληθινό» της μετριοπάθειας και της ταπεινοφροσύνης. Απλά, για την ώρα, «περιμένει»: μια ευκαιρία ή «καλύτερες ημέρες».
Το ερώτημα είναι ως πότε. Οι σκληροί αντίπαλοι του Ιερώνυμου δεν έχουν καταθέσει τα όπλα. Το Βατοπαίδιο προκάλεσε. Εξω από την Εκκλησία και μέσα στην Εκκλησία. Μπορεί το σκάνδαλο να ήταν προβλέψιμο από καιρό (απόδειξη ακόμα και το «μ.Χ.» του Βασίλη Αλεξάκη), μπορεί από πολλές δεκαετίες ορισμένοι υποψιασμένοι να είχαν αμφιβολίες για την αποκλειστική ενασχόληση πολλών μοναχών με τη σωτηρία της ψυχής τους, πράγμα που είχε τόσο τολμηρά περιγράψει ο Θέμος Κορνάρος ήδη το 1931, αλλά κανένας φίλος ή εχθρός δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ένα τέτοιο μοναστήρι είχε μετατραπεί σε μίνι Wall Street και ότι οι «γέροντες» που το διοικούν είναι όχι μόνο κυνικοί «γκόλντεν μπόις» αλλά και μάστορες κάθε πολιτικοκοινωνικής διαπλοκής. Μόνο ο mea culpa Πρωθυπουργός δεν είχε πληροφόρηση!
Μέσα στο γενικό κλίμα αμφισβήτησης που κυριαρχεί το Βατοπαίδιο ενίσχυσε την αίσθηση ότι ακόμα και η Εκκλησία πρωταγωνιστεί σε διαπλοκές και αθλιότητες. Αίσθηση υπερβολική; Ισως. Και άδικη, εφόσον άλλο το ένα μοναστήρι και άλλο το σύνολο του Αγίου Ορους· άλλο και η Εκκλησία που δεν το διοικεί. Ομως, αυτά είναι για την πλειονότητα γράμματα δυσανάγνωστα. Θέτοντας σε δοκιμασία όχι την πίστη στη θρησκεία αλλά, τουλάχιστον, τον παραδοσιακό σεβασμό σε πολλούς κουρασμένους από έλλειψη εκσυγχρονισμού εκκλησιαστικούς θεσμούς και το όχι ασήμαντο αλλά αδιαφανές κοινωφελές έργο τους.
Η άποψη σύμφωνα με την οποία οι σημερινές σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας εξηγούν ως ένα βαθμό, σημαντικό πάντως, και την εκκλησιαστική κακοδαιμονία, τις απαράδεκτες αλληλεξαρτήσεις, τις αμοιβαίες υποτέλειες και τα ύποπτα περιουσιακά, πρέπει συνεπώς να εξεταστεί σοβαρά και ψύχραιμα. Τώρα! Γιατί αυτό είναι το σημαντικό για όλους. Για τον δημοκρατικό χαρακτήρα της χώρας μας. Και για την υγεία της ίδιας της Εκκλησίας.
Ο νέος αρχιεπίσκοπος είναι διαφορετικός, παρά την άκαιρη απαίτησή του να οργανωθεί δημοψήφισμα αν τεθεί θέμα χωρισμού Εκκλησίας και Κράτους. Δεν χρησιμοποιεί τον άμβωνα και τις τηλεοπτικές κάμερες σαν πολιτικό βήμα, προσπαθεί να περιμαζέψει τα εκκλησιαστικά· είναι (φαίνεται;) γλυκομίλητος και συναινετικός. Δεν προκαλεί. Φυσικά αυτό δεν σημαίνει ότι η πλειονότητα της Ιεράς Συνόδου φωτίστηκε αιφνίδια από το «φως το αληθινό» της μετριοπάθειας και της ταπεινοφροσύνης. Απλά, για την ώρα, «περιμένει»: μια ευκαιρία ή «καλύτερες ημέρες».
Το ερώτημα είναι ως πότε. Οι σκληροί αντίπαλοι του Ιερώνυμου δεν έχουν καταθέσει τα όπλα. Το Βατοπαίδιο προκάλεσε. Εξω από την Εκκλησία και μέσα στην Εκκλησία. Μπορεί το σκάνδαλο να ήταν προβλέψιμο από καιρό (απόδειξη ακόμα και το «μ.Χ.» του Βασίλη Αλεξάκη), μπορεί από πολλές δεκαετίες ορισμένοι υποψιασμένοι να είχαν αμφιβολίες για την αποκλειστική ενασχόληση πολλών μοναχών με τη σωτηρία της ψυχής τους, πράγμα που είχε τόσο τολμηρά περιγράψει ο Θέμος Κορνάρος ήδη το 1931, αλλά κανένας φίλος ή εχθρός δεν μπορούσε να φανταστεί ότι ένα τέτοιο μοναστήρι είχε μετατραπεί σε μίνι Wall Street και ότι οι «γέροντες» που το διοικούν είναι όχι μόνο κυνικοί «γκόλντεν μπόις» αλλά και μάστορες κάθε πολιτικοκοινωνικής διαπλοκής. Μόνο ο mea culpa Πρωθυπουργός δεν είχε πληροφόρηση!
Μέσα στο γενικό κλίμα αμφισβήτησης που κυριαρχεί το Βατοπαίδιο ενίσχυσε την αίσθηση ότι ακόμα και η Εκκλησία πρωταγωνιστεί σε διαπλοκές και αθλιότητες. Αίσθηση υπερβολική; Ισως. Και άδικη, εφόσον άλλο το ένα μοναστήρι και άλλο το σύνολο του Αγίου Ορους· άλλο και η Εκκλησία που δεν το διοικεί. Ομως, αυτά είναι για την πλειονότητα γράμματα δυσανάγνωστα. Θέτοντας σε δοκιμασία όχι την πίστη στη θρησκεία αλλά, τουλάχιστον, τον παραδοσιακό σεβασμό σε πολλούς κουρασμένους από έλλειψη εκσυγχρονισμού εκκλησιαστικούς θεσμούς και το όχι ασήμαντο αλλά αδιαφανές κοινωφελές έργο τους.
Η άποψη σύμφωνα με την οποία οι σημερινές σχέσεις Κράτους και Εκκλησίας εξηγούν ως ένα βαθμό, σημαντικό πάντως, και την εκκλησιαστική κακοδαιμονία, τις απαράδεκτες αλληλεξαρτήσεις, τις αμοιβαίες υποτέλειες και τα ύποπτα περιουσιακά, πρέπει συνεπώς να εξεταστεί σοβαρά και ψύχραιμα. Τώρα! Γιατί αυτό είναι το σημαντικό για όλους. Για τον δημοκρατικό χαρακτήρα της χώρας μας. Και για την υγεία της ίδιας της Εκκλησίας.