09 May 2009

Perjalanan 16

Στην κεντρική Σουμάτρα






Μία DC-9 της Garuda Air Lines μας μετέφερε στο Padang. Στην αρχή σκεπτόμασταν αυτή τη διαδρομή να την κάνουμε με λεωφορείο. Οι κάπου 20 ώρες διαδρομής -όπως μας είπαν- και η πίεση χρόνου για να φθάσουμε στην ώρα μας, για να συναντήσουμε τη Νανά, τη γυναίκα του Γιάννη, και τη φίλη της την Εφη στη Jakarta, μας έκαναν να αλλάξουμε γνώμη. Φθάνοντας στο Padang, βρήκαμε βροχερό καιρό. Ο προορισμός μας είναι να πάμε στο Bukit Tinggi 90 χιλιόμετρα από την πόλη αυτή. Τη διαδρομή την κάναμε με ταξί, μια και με τη βροχή θα ήταν δύσκολο να τρέχουμε να συλλέγουμε πληροφορίες για τις δυνατότητες της αστικής συγκοινωνίας. Πέραν αυτού η τιμή με το ταξί ήταν πολύ μικρή, ώστε να μη χρειασθή να το σκεφθούμε πολύ. Για μια διαδρομή 90 περίπου χιλιομέτρων, μας ζήτησε 30.000 ρουπίες δηλ. 3000 δρχ. περίπου. Bukit Tinggi θα πη λόφος ψηλά και όπως το φανερώνει και η ονομασία του, συνεχώς ανεβαίναμε...

Παντού χαρακτηριστικό ορεινό τοπίο της Σουμάτρα. Απότομες πλαγιές με απροσπέλαστο πυκνό τροπικό δάσος, φαράγγια, ορμητικά ποτάμια, καταρράχτες, κ
αι συνεχής βροχή. Η σκοτεινιά της Ζούγκλας και ο βροχερός καιρός, σου δίνουν την εντύπωση ότι είναι προχωρημένο απόγευμα. Για μεγάλο μέρος της διαδρομής πηγαίνουμε παράλληλα με ένα ορμητικό ποταμό, του οποίου η κοίτη είναι διάσπαρτη από βράχια, ώστε τα νερά που πέφτουν με δύναμη επάνω τους, θρυψαλίζονται, σηκώνοντας σύνεφα από σταγονίδια . Μετά από μία στροφή, νά και ένας μίνι καταρράκτης στο αριστερό μέρος του δρόμου. Τα νερά του, πέφτουν δίπλα στο οδόστρωμα, συνεχίζοντας τον ξέφρενο δρόμο τους κάτω απο την οδό μέσω μιας καμάρας. Φθάνοντας στο Bukit Tinggi, λέμε του οδηγού να μας πάη σε ένα καλό ξενοδοχείο...

Το "καλό ξενοδοχείο" δεν μας φόβιζε πια, διότι γνωρίζαμε ότι οι τιμές δεν ήταν δυνατόν να συγκριθούν, με αυτές που ξέραμε για αντίστοιχα ξενοδοχεία της Ευρώπης. Το Dymens Hotel, στο οποίο καταλήξαμε, είχε, όπως και τα προηγούμενα ξενοδοχεία, αρκετή πολυτέλεια. Με 45.000 ρουπίες (4.500 δρχ.), πήραμε ένα διπλό δωμάτιο, που διέθετε επιλεγόμενη μουσική, έγχρωμη τηλεόραση, ζεστό-κρύο νερό, μπάνιο, ψυγείο με αναψυκτικά, παχιά μοκέτα στο πάτωμα κλπ. Αφού τακτοποιηθήκαμε, βγήκαμε έξω, για να δούμε την πόλη. Κρυώναμε, και μόλις τότε συνειδητοποιήσαμε ότι πριν δύο ώρες, κατά τη διάρκεια της πτήσεως, περάσαμε για πρώτη φορά στ
η ζωή μας τον Ισημερινό. Βρισκόμασταν λοιπόν για πρώτη φορά στο Νότιο Ημισφαίριο! Ξέρω ότι στα πλοία, σ' αυτές τις περιπτώσεις, γίνεται ειδική τελετή για τους νεοφερμένους. Στο αεροπλάνο όμως αυτή η ξεχωριστή στιγμή, πέρασε απαρατήρητη. Υπολογίσαμε ότι στο Bukit Tingi, είμαστε μόλις 35 χιλιόμετρα δηλ. μισή μοίρα κάτω από τον Ισημερινό. Απίστευτο δεν είναι να κρυώνουμε και να χρειαζόμαστε παλτό!...

Τώρα έχει πια νυχτώσει, έτσι απότομα όπως είναι συνηθισμένο στους τροπικ
ούς. Εμείς ανηφορίζουμε στον κεντρικό δρόμο, ο οποίος καταλήγει σε μία τοπική αγορά. Εκεί υπάρχει πολλή ζωή. Υπάρχουν πάγκοι με κάθε λογής φρούτα, υπαίθρια μαγειρεία, πωλητές πολλών ειδών ζαχαρωτών, ακόμη και το γνωστό από τα πανηγύρια μας "μαλλί της γριάς". Τώρα πια είμαστε τελείως μόνοι, χωρίς τον "ομφάλειο λώρο" του οδηγού. Πρέπει να τα ανακαλύπτουμε και να τα δοκιμάζουμε όλα μόνοι μας. Στην πλατεία συναντάμε ένα λαϊκό εστιατόριο. Εμπρός υπάρχει μία βιτρίνα με διάφορα φαγητά. Συμφωνήσαμε να πάμε μέσα και να φάμε, παρ' ότι οι προδιαγραφές του ταξιδιού έλεγαν ότι μόνο τουριστικά εστιατόρια θα επισκεπτόμασταν. Δεν ξέρω πια, γιατί κάθισα και έγραψα εκείνο το μακροσκελή κατάλογο με τις απαγορεύσεις και τους κανόνες ασφαλείας του ταξιδιού. Οσο περνούσαν οι μέρες, τόσο γινόμασταν θρασύτεροι. Ανεβήκαμε στον πάνω όροφο και παραγγείλαμε δύο διαφορετικά πιάτα με κρέας και άσπρο ρύζι. Θέλαμε να χωρίσουμε τα φαγητά στα δύο, για να δοκιμάσουμε και τις δύο γεύσεις. Το κρέας του ενός πιάτου, είναι περιχυμένο με μία σκουρόχρωμη σάλτσα ενώ το άλλο με μία σχεδόν λευκή. Ο Γιάννης δοκιμάζει πρώτος και μένει με το στόμα ανοικτό.


• Καίει φοβερά, λέει με πνιγμένη φωνή και δακρυσμένα μάτια.
• Δεν έχω δοκιμάσει ακόμη. Μπορείς να πάρης το δικό μου, του λέω.Το δικό μου όμως το βρίσκει ακόμη πιο καυτερό...


Ήταν κάτι που έπρεπε να αναμένουμε, γιατί η Σουμάτρα είναι γνωστή για τα πολύ πικάντικα φαγητά της. Τα φαγητά που είχαμε μέχρι τώρα γνωρίσει, καίγανε μεν περισσότερο από τα ευρωπαϊκά, αλλά οπωσδήποτε ήταν προσαρμοσμένα σε μή "μυημένους". Εδώ όμως, είμαστε σαν ιθαγενείς μεταξύ των ιθαγενών σε ένα είδος ταβέρνας της γειτονιάς. Τι φθήνια αλήθεια! Δύο πιάτα κρέας με ρύζι, μία μπουκάλα μπύρα, ψωμί με βούτυρο, και krupuk* κόστισαν μόνο 5.400 ρουπίες (540 δρχ.) εκ των οποίων 2500 ρουπίες έκανε η μπύρα.

Όπως παντού έτσι και εδώ ρωτούν για την προέλευσή μας:

• Dari mana?

Η απάντηση:

• Dari Yunanistan

Ένα "Aha..." συνοδευόμενο από ένα απλανές βλέμμα, έδειχνε ότι ανάθεμα και αν καταλάβαινε, αυτός που μας ρωτούσε, κατά πού πέφτει αυτή η χώρα.

Φεύγοντας, ακολουθούμε μια άλλη διαδρομή για τον γυρισμό. Ο δρόμος είναι σκοτεινός και πανέρημος, αλλά σ'εμάς έχει εν τω μεταξύ εδραιωθή μία τρομερή εμπιστοσύνη στο λαό αυτό. Η φτώχεια δεν φαίνεται να είναι πάντοτε, εκείνο που κάνει τους ανθρώπους να ληστεύουν, αλλά το ότι έχουν απαιτήσεις, στις οποίες δεν μπορούν να ανταποκριθούν. Εδώ η φύση προ
σφέρει στους κατοίκους ό,τι χρειάζονται για να ζήσουν, ενώ αυτοί δεν ζητούν τίποτε περισσότερο.

Επειδή ο δρόμος που πήραμε, φαίνεται να μας απομακρύνη από τήν κύρια οδό, παίρνουμε ένα πλάγιο δρομάκι, για να επιστρέψουμε και, έτσι απρογραμμάτιστα, βρισκόμαστε σε ένα μέρος, όπου δίνεται μία λαϊκή παράσταση. Ο χώρος είναι μια πρόχειρα φτιαγμένη, μεγάλη παράγκα, με αρθρωτό σκελετό και τέντες. Από τις χαραμάδες, φαίνεται κάποιο συγκρότημα με τοπικές ενδυμασίες να χορεύη στο ρυθμό, που έπαιζαν λαϊκοί οργανοπαίκτες. Στην είσοδο μας λένε ότι μόλις έχει αρχίσει η παράσταση. Ετσι αποφασίζουμε και μπαίνουμε, αφού κάναμε - και εδώ ακόμη - το καθιερωμέ
νο πλέον παζάρι...

Το θέαμα ήταν εξαιρετικής ποιότητος και μας κατέκτησε από την πρώτη στιγμή. Εδειχνε εικόνες από την κουλτούρα της φυλής των Minangabau, που κατοικεί στην περιοχή της Σουμάτρα όπου βρισκόμαστε τώρα. Οι Minangabau έχουν σημαντική πολιτιστική κληρονομιά, η οποία έχει ακτινοβολήσει σε όλο το νησί. Το θέαμα, ξεκινούσε με ένα διάλογο λαϊκής πρόζας, ο οποίος σκοπό έχει να μεταφέρη τους θεατές στην κατάλληλη ατμόσφαιρα, για να παρακολουθήσουν αποδοτικά την παράσταση.Οι ηθοποιοί άρχισαν εκφράζοντας τη χαρά τους, επειδή οι θεατές βρίσκονται σε καλή διάθεση, για να τους παρακολουθήσουν και τους προτείνουν να διατηρήσουν αυτή την καλή ψυχική κατάσταση μεχρι τέλους, για να χαρούν την προγραμματισμένη ψυχαγωγία. Από την άλλη πλευρά υποθέτουν ότι οι παρευρισκόμενοι, αφού συμβουλευτούν τους συνοδούς τους, θα ευχηθούν στους ηθοποιούς καλή επιτυχία στο αποψινό έργο τους.

Μετά από αυτήν την ασυνήθιστη, για το δικό μας κόσμο, επικοινωνία και κοινωνικότητα, που μας θύμισε λίγο το περιεχόμενο των τραγουδιών καί απαγγελιών στην τελετουργία της θυσίας του νεροβούβαλου στη νήσο Samosir, έγινε επίδειξη του Tabuah - ενός μεγάλου τυμπάνου. Το Tabuah χρησιμοποιούσαν στο παρελθόν οι ιθαγενείς, για να μεταδίδουν μηνύμ
ατα από χωριό σε χωριό. Μ'αυτό τον τρόπο μπορούσαν να καλέσουν βοήθεια ή συγκαλούσαν τους φυλάρχους των διπλανών χωριών σε συγκέντρωση. Οταν εξισλαμίσθηκαν, το χρησιμοποίησαν, ως μέσο για να ειδοποιούνται για την απογευματινή προσευχή στον Allah.


Το επόμενο θέμα ήταν αντρικοί χοροί πολεμικής τέχνης για αυτοάμυνα (Silek) και χοροί κοριτσιών, τα οποία φορώντας φανταχτερές φορεσιές και κάνοντας αρμονικότατες κινήσεις, σκόρπιζαν φωτεινά χαμόγελα και εξωτικά λουλούδια στο κοινό, από μικρά καλαμένια πανεράκια που είχαν μαζί τους. Η μουσική που συνόδευε τους χορούς, τα τραγούδια, και τις απαγγελίες, παιζόταν από μια σειρά κρουστά όργανα, άλλα μεταλλικά, άλλα ξύλινα και άλλα με δερμάτινη μεμβράνη. Βεβαίως δεν έλειπαν και τα πνευστά, όπως το Sarunai και το Bansi, φλογέρες με οξύ ήχο, που θύμιζαν μουσική της Βολιβίας. Τη μουσική της Βολιβίας και της Λατινικής Αμερικής μας τη θύμισαν πολλές φορές αυτό το απόγευμα. Αλλα κομμάτια πάλι, είχαν καθαρά ανατολίτικη χροιά.


Οι φορτωμένες με φλουριά φορεσιές με τα φανταχτερά χρώματα των κοριτσιών και ορισμένες μουσικές δημιουργούσαν μια ατμόσφαιρα που σου θύμιζε νύχτες της μεσαιωνικής Βαγδάτης, το "χίλιες και μια νύχτες" ή όπως φαντάζομαι τους χορούς που χόρεψαν για να τιμήσουν το Μέγα Αλέξανδρο στη Βαβυλώνα. Ολα όσα προσφέρθηκαν εκείνο το βράδυ, τα βρήκα θαυμάσια. Εκείνο το οποίο όμως θα μου αφήση άσβηστη ανάμνηση, ήταν το Randai. Το Randai είναι παραδοσιακή θεατρική παράσταση από την κουλτούρα των Minangabau και περιλαμβάνει συνδυασμό από τραγούδι, μουσική, χορό, και διαλόγους. Το συγκεκριμένο έργο που είδαμε, ήταν το "Sambai nan aluih" και παρουσίαζε την ιστορία ενός κοριτσιού, το οποίο ενώ ήταν αφοσιωμένο στους γονείς του, αυτοί δεν του έδειχναν την απαιτούμενη προσοχή.Σε μια σκηνή εκρηκτικής διαμαρτυρίας της κοπέλας, υπήρχε ένας ζωηρός διάλογος με τον πατέρα της, ενώ την όλη εικόνα συμπλήρωναν χορευτές, ο χορός των οποίων συμβόλιζε "μεταβολές στον χρόνο, το χώρο και την κατάσταση μέσα στην ιστορία", όπως ανέφερε η επεξήγηση στο φυλλάδιο του προγράμματος. Το διάλογο ακολουθούσε πάντοτε ένα τραγούδι και το όλο έμοιαζε περισσότερο με τελετουργία παρά με θέατρο στη δική μας έννοια. Εγώ δεν καταλάβαινα τους διαλόγους, ακόμα περισσότερο γιατί ήταν πιθανώς στην τοπική γλώσσα ή ίσως στη ιαβανέζικη, όπως συνηθίζεται σε κλασικά θεάματα στην Ινδονησία.

Όμως μου έκανε φοβερή εντύπωση το απερίγραπτο πάθος και η ένταση της εκφράσεως της κοπέλας, καθώς και η ικανότητα που είχε να κινείται μέσα σε όλο το φάσμα των συναισθημάτων, από το φλογερό πάθιασμα μέχρι την ανείπωτη τρυφερότητα. Πράγματι, ένιωσα αδύναμος μπροστά σ' αυτή τη γυναίκα με την εκτυφλωτική εξωτική ομορφιά, και αθέλητα σκέφθηκα, τι δεν θα έδινα να βρεθώ κοντά της. Φαίνεται ότι πολλές φορές - όχι πάντα- υπάρχει ένα είδος μεταφυσικής επικοινωνίας, γιατί αυτό που συνέβη λίγο αργότερα, είναι πραγματικά απίθανο. Όπως έχω ξανα-αναφέρει, σε όλη την Ανατολή συνηθίζεται, μετά από κάθε χορευτική παράσταση, οι χορευτές και οι χορεύτριες να διασκορπίζονται στο κοινό και να διαλέγουν χορευτικούς συντρόφους. Το ότι έτσι συνέβη και τώρα, δεν ήταν επομένως απρόσμενο. Αναπάντεχο ήταν ότι σε μένα, ήρθε αυτή η συγκεκριμένη και μου πρότεινε το χορό κρατώντας ένα πολύχρωμο μαντήλι μπατίκ στο χέρι. Έπρεπε να επαναλάβουμε τον τελευταίο χορό της παραστάσεως, ο οποίος πρόβλεπε ο ένας να χορεύη απέναντι από τον άλλο, ανεμίζοντας το μαντήλι με κατακόρυφες κυκλικές κινήσεις και στρέφοντας το κορμί πότε από τη μία μεριά και πότε από την άλλη...
Ο ρυθμός της μουσικής ταιριάζει πολύ με το δικό μας χασαποσέρβικο και εγώ δεν χάνω καθόλου καιρό και άρχιζω να χορεύω, όπως δεκάδες φορές στις δικές μας λαϊκές γιορτές. Η κοπέλα στην αρχή τα χάνει λίγο, αλλά όπως ο χορός και η ρυθμική κίνηση είναι στη φύση της γυναίκας, πιάνει αμέσως τα βήματα και πιασμένοι από τον ώμο αρχίζουμε να χορεύουμε χασαποσέρβικο μισή μοίρα κάτω από τον Ισημερινό!...

Είχα τόσο ενθουσιασμό, που δεν θα ήθελα να τελειώση ποτέ αυτή η σκηνή. Τελειώνοντας, και μην αντιλαμβανόμενος ότι ο κόσμος μας κοιτάζει έκπληκτος, την κράτησα σφιχτά επάνω μου, από χαρά, για μερικά δευτερόλεπτα που μου φάνηκαν αιώνες. Κατόπιν και αυτή φανερά ενθουσιασμένη χαιρετώντας με, με τη γνωστή κίνηση, φέρνοντας τις παλάμες ενωμένες στο πρόσωπο, επέστρεψε στην ομάδα των χορευτών. Εγώ όμως τις επόμενες ώρες και τις επόμενες μέρες, άφησα να επαναλαμβάνονται αυτές οι τελευταίες σκηνές στο μυαλό μου σαν σε βιντεοταινία. Την "βιντεοταινία" αυτή, την έπαιξα αμέτρητες φορές ακόμη στη διάρκεια του ταξιδιού, μέχρι που ξεθώριασε από τις συνεχώς προστιθέμενες καινούργιες εμπειρίες, και εντυπώσεις. Κάποια στιγμή, αργότερα στο ξενοδοχείο, ο Γιάννης πρόσεξε ότι είχα στο πρόσωπό μου μία έκφραση ευδαιμονίας και με ρώτησε τι συμβαίνει. Ομολογώ ότι εκείνη τη στιγμή του απέκρυψα ότι έπαιζα ακριβώς την ίδια "βιντεοταινία". Οι στιγμές τέτοιας ονειροπολήσεως, είναι ακριβώς οι στιγμές, που προτιμάς, ακόμη και από την πιό ευχάριστη παρέα, τη μοναξιά.




* Krupuk: Είδος γαλέττας από γαριδάλευρο και ταπιόκα