19 July 2009

Perjalanan 23

Carita, Τρίτη 31.7.90/I







Είναι πέντε το πρωί όταν ξυπνάω, με την εντύπωση ότι έξω γίνεται "χαλασμός Κυρίου". Ο παφλασμός των κυμάτων κάνει τέτοιο θόρυβο, που μοιάζει να έπιασε τυφώνας. Αμέσως σκέπτομαι ότι η μετακίνησή μας με οποιοδήποτε πλεούμενο, θα είναι αδύνατη. Σε λίγο ξυπνάει καί ο Γιάννης. Φυσικά προβληματίζεται και αυτός, πώς θα ταξιδεύαμε με τέτοιο καιρό. Παρ' όλα αυτά, είχαμε δώσει τα διαβατήρια μας στην PPA, για να βγουν οι άδειες εισόδου στο δρυμό και έπρεπε να πάμε στο Labuhan. Οταν βγαίνουμε έξω από την καλύβα, διαπιστώνουμε με έκπληξη ότι η θάλασσα στο βάθος είναι ήσυχη σαν καθρέπτης. Παρ' όλα αυτά, λίγα μέτρα πρίν από την παραλία, εμφανίζονται πελώρια κύματα, τα οποία σκάνε με ορμή στην από θρύψαλα κοραλλιών αποτελούμενη άμμο. Είχα ακούσει και άλλοτε για τα "κυλιστά κύματα" του ωκεανού. Σ' ένα βιβλιαράκι του δημοσιογράφου Ι.Στογιάννη, που είχα διαβάσει πριν από πολλά χρόνια, για ένα ταξίδι του στη Χαβάη, γράφει στο κεφάλαιο:
"ΕΠΑΝΩ ΣΤΟ ΜΕΓΑΛΟ  ΚΥΜΑ ΤΟΥ ΕΙΡΗΝΙΚΟΥ":
"Το κύμα του Ειρηνικού... Ένα κύμα που έρχεται από 4000 μίλια μακριά, τουλάχιστο. Το πλάτος του από τη μια κορφή στην άλλη, φθάνει κάποτε τα πενήντα μέτρα, κοντά στην παραλία. Φαντάσου τι μπορεί νάναι πιο μέσα ! Αλλ' εκεί δεν το βλέπεις το αισθάνεσαι μόνο..."
Τώρα είμαστε λοιπόν μάρτυρες και εμείς του περίεργου αυτού φυσικού φαινομένου. Λίγες ημέρες αργότερα, ζήσαμε επάνω στο πετσί μας, τι σημαίνει στην πραγματικότητα να μην είσαι απλώς θεατής του.

Μετά τον καφέ πήραμε ένα bemo και πήγαμε στο Labuhan. Στην PPA είμαστε πριν τις επτά το πρωί. Εκεί, σε αντίθεση με το προηγούμενο βράδυ, η Υπηρεσία σφύζει από ζωή. Όλοι οι υπάλληλοι είναι ντυμένοι με χακί στολές σαν στρατιωτικοί.

Παρών είναι και ο Ινδονήσιος, που συναντήσαμε εχθές, αλλά με τη στολή δυσκολευτήκαμε να τον αναγνωρίσουμε. Όλοι μας περικυκλώνουν και μας ρωτάνε με μεγάλο ενδιαφέρον. Πρέπει να πω, ότι είναι πολύ φιλικοί μαζί μας. Μας λένε επίσης, ότι είμαστε οι πρώτοι Έλληνες που επισκεπτόμαστε το Usung Kulon, ενώ μας βάζουν να υπογράψουμε στο βιβλίο των επισκεπτών του δρυμού. Κάποια στιγμή, ενδιαφερόμαστε να μάθουμε, τι θα γίνη με το ταξίδι μας. Τότε ο Mumu, έτσι λένε τον νεαρό, μας παίρνει παράμερα και μας λέει.
  • Βρήκα έναν τρόπο να πάτε φθηνότερα στον προορισμό σας. Θα κοστίση μόνο το ένα τρίτο της τιμής, που σας είπα εχθές αλλά θα πρέπει να ξεκινήσουμε αμέσως.
  • Και πώς θα πάμε; ρωτάει ο Γιάννης.
  • Θα πλησιάσουμε από ξηράς το πιο κοντινό σημείο προς το νησί Handeuleum, όπου είναι το καταφύγιο της PPA και από εκεί θα περάσουμε, με ένα ψαροκάικο που έχω κανονίσει, απέναντι. Στο Handeuleum θα μείνετε, όπου μπορέσω να σας βολέψω. Την άλλη μέρα θα περάσουμε από την άλλη πλευρά του νησιού στην αντικρινή ακτή και θα πορευθούμε μέσα στην ζούγκλα. Ενα μέρος της διαδρομής όμως, πρέπει να το κάνετε με μηχανάκι, μπορείτε;
Ο Γιάννης ξέρω ότι έχει μοτοποδήλατο και δεν θα υπάρξη πρόβλημα. Εγώ δεν οδηγώ μηχανάκι, ούτε και έχω ποτέ μπη επάνω. Επειδή όμως οδηγώ καλά ποδήλατο και ο δρόμος που θα πηγαίναμε δεν θα είναι σίγουρα μεγάλης, ούτε ίσως και μέσης, κυκλοφορίας και η απόσταση, που έπρεπε να διανυθή με τον τρόπο αυτόν, υπολογίζω ότι είναι γύρω στα 20 χιλιόμετρα, δεν μου φαίνεται παράτολμο και λέω στον Mumu ότι δεν υπάρχει πρόβλημα, αρκεί να μην τρέχουμε πολύ...

Στην πραγματικότητα αυτό αποδείχθηκε τρέλα και ευτυχώς που ο Mumu εννοούσε άλλο, από αυτό που και οι δυο μας καταλάβαμε. Είπαμε λοιπόν εντάξει, και ο Ινδονήσιος μας εγκατέλειψε προσωρινώς, για να πάη να ετοιμαστή. Σε ένα δεκάλεπτο επανήλθε, χωρίς τη στολή, ντυμένος sport και με ένα σακίδιο στην πλάτη. Έτσι, άρον-άρον, χωρίς καλά-καλά να συνειδητοποιήσουμε τι κάνουμε, ξεκινήσαμε...

Με ένα παμπάλαιο, μικρό Λεωφορείο, φύγαμε για το Sumur, πάντοτε με τη συνοδεία του Mumu, όπου φθάσαμε μετά από τρεις ώρες φρικτού δρόμου. Αν το λεωφορείο από τη Jakarta στο Labuhan το χαρακτήρισα ως κατοχικό, τούτο μου φαινόταν σαν ένας δεινόσαυρος, που ξαφνικά ξύπνησε από τα βάθη των χιλιετιών.

Θα ήταν πράγματι 
ένα θαυμάσιο μουσειακό είδος, αλλά όχι για να κυκλοφορή ακόμη. Εγώ ήξερα, ότι το Labuhan είναι ο τελευταίος κατοικημένος τόπος πριν το δρυμό. Ομως, εμείς περνούσαμε μικρούς συνοικισμούς, πιθανόν πέντε έως δέκα κατοικιών κάθε τόσο, μέχρι που φθάσαμε στο τέρμα. Το Sumur, είναι και αυτός ένας μικρός οικισμός.

Ο Mumu μας άφησε για λίγα λεπτά, για να πάη να φέρη τα μηχανάκια, όπως είπε. Σε λίγο πράγματι έρχεται με τρία μοτοποδήλατα αλλά και με τρεις ... οδηγούς. Στην αρχή, νομίσαμε ότι θα μας έδειχναν απλώς το χειρισμό. Πράγματι είχαμε όμως λάθος καταλάβει. Στα μηχανάκια θα είμασταν απλοί επιβάτες. Έτσι ξεκινήσαμε αμέσως. Ο Mumu με τον ένα οδηγό πρώτος, μετά ο Γιάννης με το δεύτερο οδηγό και ακολουθούσα εγώ με τον τρίτο οδηγό. Γρήγορα μπήκαμε σε ένα μονοπάτι, στο μεγαλύτερο μέρος του, παράλληλο με την παραλία.

Τα μοτοποδήλατα είναι και αυτά σε χειρότερη κατάσταση από τα λεωφορεία. Εγώ, κάθομαι πίσω στη σχάρα, κατ' ευθείαν επάνω στα σίδερα. Ο δρόμος και η όλη οδήγηση θυμίζει, χωρίς καμία υπερβολή, moto cross. Μη μπορώντας να αντέξω το συνεχές στούμπισμα των μεριών μου επάνω στη σχάρα, πηγαίνω σχεδόν όλο το δρόμο αιωρούμενος, στηριζόμενος επάνω στα πόδια μου, τις πατούσες των οποίων ακουμπώ στις προεκτάσεις του άξονα του πίσω τροχού, που ελάχιστα εξέχουν, ώστε να κινδυνεύω συνεχώς να βρεθώ στο δρόμο. Εννοείται, ότι όλη αυτή η διαδρομή γίνεται σε τελείως έρημο μέρος, ώστε να μην φοβόμαστε μόνο τα άγρια θηρία, που πολύ πιθανώς να υπάρχουν γύρω μας, αλλά και ο κίνδυνος μιας ληστείας να μην θεωρείται ουτοπία. Ακόμη και οι οδηγοί αλλά και ο ίδιος ο Mumu, μας είναι στην πραγματικότητα άγνωστοι.

Γύρω στη μέση της διαδρομής, συμβαίνει και το χειρότερο, που μπορούσα να φαντασθώ. Το δικό μου το μηχανάκι χαλάει! Τώρα, λέω μέσα μου την βάψαμε! Ευτυχώς που ξέρω αυτά τα λίγα ινδονησιακά και μπορώ να συνεννοούμαι με τον οδηγό, ο οποίος δεν ξέρει άλλη γλώσσα. Μου λέει λοιπόν να καθίσω εκεί που βρίσκομαι και θα πάη να φέρη άλλο μηχανάκι. Έτσι μ' αφήνει σύξυλο, παίρνει το δίκυκλο τσουλώντας το και εξαφανίζεται στο δάσος. Θα πρέπει να ήμουν αφελής, αν τον πίστευα. "Πώς είναι δυνατόν να εύρη άλλο μηχανάκι σ' αυτό το απρόσιτο μέρος;", μουρμούριζα με απορία. Όμως δεν είχα άλλη επιλογή. Έμεινα λοιπόν σε εκείνη την ερημιά, μια στενή λωρίδα εδάφους, περιορισμένη από τη μια μεριά από το δάσος και από την άλλη από την θάλασσα, αναμένοντας, έχοντας συντροφιά μόνο ένα σακίδιο, ούτε ξέρω για πόση ώρα, έτοιμος να αντιμετωπίσω το χειρότερο...

Κάποια στιγμή, δεν πιστεύω στα μάτια μου. Βλέπω τον Ινδονήσιο οδηγό να έρχεται μαζί με κάποιον άλλον, επάνω σε ένα άλλο μηχανάκι. Με παρέδωσε σ' αυτόν, λέγοντας μου ότι θα συνέχιζα μαζί του και να τον συγχωρώ για τη βλάβη. Τον ρωτάω τι του χρωστώ και μου απαντάει ότι θα τα κανόνιζε ο Mumu. Του έδωσα παρ' όλα αυτά 1000 ρουπίες, το οποίο είναι αρκετό ποσό για την Ινδονησία. Αργότερα όμως ντράπηκα, που δεν του έδωσα περισσότερα. Μου είναι ακόμη ανεξήγητο και αινιγματικό, πού 
βρήκε σε εκείνο το έρημο μέρος άλλον οδηγό και μηχανάκι και τον έπεισε να με πάη. Μου φάνηκε πραγματικά το άκρον άωτον της ευσυνειδησίας. Μήπως κάνω λάθος;

Κάνοντας δρόμο περίπου τριών χιλιομέτρων με τον νέο οδηγό, συναντήσαμε τους άλλους, οι οποίοι όταν αντελήφθησαν ότι δεν ακολουθούσαμε πλέον, είχαν σταματήσει και μας περίμεναν. Ο Γιάννης δεν έχασε την ευκαιρία, τώρα που δεν είναι κινούμενος, να απαθανατίση την άφιξή μου με την βιντεοκάμερα και εγώ να κατεβώ για να περπατήσω, γιατί τα πόδια μου, στην αγωνιώδη προσπάθεια που κατέβαλα να μην ακουμπώ στη σχάρα, χωρίς όμως και να πέσω, είχαν γίνει σαν ανάποδο U...

Μία ώρα περίπου από τότε που ξεκινήσαμε με τα μοτοποδήλατα, φθάσαμε στο Taman Jaya, ένα λιμανάκι για ψαρόβαρκες. Όλη η παραλία, είναι καλυμμένη από πυκνή συστάδα με κοκκοφοίνικες, που με τους λυγερούς κορμούς τους ορθώνονται στα ύψη και μοιάζουν σαν ολόκληρος στρατός από ορχούμενα φίδια, όπως κουνιούνται πέρα-δώθε στον ελαφρό άνεμο. Εδώ πληρώσαμε τους οδηγούς και φύγαμε με τον Mumu, για να αγοράσουμε προμήθειες. Σε ένα μπακάλικο, ψωνίσαμε ρύζι, ξεραμένα ψάρια, καφέ, ζάχαρη, διάφορα μπαχαρικά και διάφορα άλλα φαγώσιμα, τα οποία ούτε εγώ, ούτε ο Γιάννης έχουμε σημειώσει στα ημερολόγιά μας. Κατόπιν, κατεβήκαμε στο λιμάνι και επιβιβαστήκαμε σε μια ψαρόβαρκα, που μας περίμενε. Ο Mumu μας δείχνει πέρα στο βάθος, στον ορίζοντα ένα νησάκι, που μόλις φαίνεται.

• Βλέπετε; Εκεί θα πάμε.

Το πρώτο πράγμα για το οποίο απορήσαμε, ήταν ότι η βάρκα δεν είναι μηχανοκίνητη, όπως μας είχε πει.

• Είναι δυνατόν να πάμε τόση απόσταση μόνο με τα κουπιά, ρωτάω το Γιάννη.

Αλλά και ο Γιάννης τι να μου πη. Έπειτα έχουμε περισσότερο από ένα τέταρτο, που περιμένουμε να ξεκινήσουμε χωρίς ορατό λόγο.

• Τι να περιμένουμε άραγε, σιγομουρμούρισα εκνευρισμένος

Οι απορίες αυτές λύνονται μαζί, όταν βλέπουμε δύο Ινδονήσιους, να κουβαλούν μια εξωλέμβιο μηχανή, να την ανεβάζουν επάνω στο πλοιάριο και να την ... δένουν πρόχειρα στην πρύμνη...