Ανδρέας Γιακουµακάτος, καθηγητής ΑΠΘ & ΑΣΚΤ, ΒΗΜΑ, 29/5/2011
Η αίσθηση της κρίσης γίνεται οξύτερη από τη µια µέρα στην άλλη, σαν την έξαρση µιας εµπύρετης κατάστασης. Η ανασφάλεια αυξάνεται, χωρίς να είναι ορατή µια πορεία ανάσχεσης της ελεύθερης πτώσης στο προσεχές µέλλον. Η ανεργία βάζει στο περιθώριο όλο και ευρύτερα στρώµατα συµπολιτών µας, όχι µόνο στον τοµέα της βιοµηχανίας ή του εµπορίου αλλά και στον χώρο των υπηρεσιών και τωνελεύθερων επαγγελµάτων κάποτε υψηλής κοινωνικής επιφάνειας. Από την άλλη, οι άτολµοι και αναποτελεσµατικοί πολιτικοί µας, µετις δηλώσεις και την αντίληψη του δηµόσιουρόλου τους, δείχνουν πολύ συχνά σαν να ζουν σε άλλη χώρα ή σε άλλη εποχή.
Παράδειγµα: ο κ. Παναγιώτης Ψωµιάδης, περιφερειάρχης σήµερα Κεντρικής Μακεδονίας, καταδικάστηκε πρόσφατα από το Εφετείο για παράβαση καθήκοντος διότι παλαιότερα προχώρησε σε «µείωση»εξακριβωµένου αρµοδίως προστίµου σε βενζινοπώλη της Θεσσαλονίκης για κατ’ επανάληψη νόθευση καυσίµων. Ο ίδιος δήλωσε ότι δεν πρέπει να είµαστε ανάλγητοι και ότι το έκανε και θα συνεχίσει να το κάνει (!), να «σβήνει» δηλαδή πρόστιµα σύµφωνα µε την προσωπική του βούλησηασκώντας φαίνεται κάποια ιδιότυπη κοινωνική πολιτική [ο ίδιος δήλωνε λίγα χρόνια πριν ότι καλώς έχτισε εκτός σχεδίου οίκηµα «µόλις 33 τ.µ.» για τον πατέρα του, ρωτώντας µάλιστα τον έκπληκτο τηλεοπτικό δηµοσιογράφο «εσείς δεν αγαπάτε τον πατέρα σας (!)», για να παρανοµείτε, εννοείται, αναλόγως;].
Το πρόβληµα δεν είναι ότι τέτοιες ενέργειες και δηλώσειςδηµοσίων προσώπων, εξ ορισµού φυλάκων του νόµου, δεν γίνονται αντικείµενο άµεσης καταδίκης κατ’ αρχάς από µια εξοργισµένη «κοινωνία των πολιτών» αλλά, αντίθετα, ότι διατυπώνονται µε την ελπίδα (ή µάλλον µε τη βεβαιότητα) πως µπορούν να λειτουργήσουν και σαν ένα κλείσιµο του µατιού σε ένα κοινωνικό σώµα εθισµένο στη συναλλαγή και στο προσωπικό χατίρι, που την ώρα της κάλπης θα ανταποδώσει την «εξυπηρέτηση» (έτσι εξηγείται και η τελευταία υποστήριξη του προέδρου του κόµµατός του, της Ν∆δηλαδή, προς τον αναξιοπαθούντα θεσσαλονικιό πολιτικό).
Αυτή είναι η ποιότητα σηµαντικού µέρους του ελληνικού πολιτικού προσωπικού, είτε µας αρέσει είτε όχι. Υπάρχει όµως ένα ζήτηµα ακόµη πιο σοβαρό. Η επίφαση της ευµάρειας είχε βάλει τα προβλήµατα κάτω από το τραπέζι, κρύβοντας την πραγµατική απουσία κοινωνικής συνοχής και την ανυπαρξία συλλογικών ευαισθησιών και αρχών που να καθορίζουν τον ρυθµό της κοινωνίας. Είχε συνοδεύσει, η επίδειξη του εικονικού ή και συχνά µαύρου πλούτου, τον όλο και αυξανόµενο ατοµικισµό που συνόδευε τη βαθιά κρίση των θεσµών στην Ελλάδα.
Ο καταναλωτικός οργασµός µιας κοινωνίας που πέρασε από την αγροτική συγκρότηση σε µεταβιοµηχανικές µορφές αντίληψης και συµπεριφοράς χωρίς παιδεία, χωρίς εδώ και δύο αιώνες να βιώσει ποτέ πραγµατικά την εµπειρία ουσιαστικά αστικών κοινωνικών δοµών, συµπορευόταν µε τον χλευασµό προς τους κουτόφραγκους που δεν ξέρουν να ζουν σαν κι εµάς, δηλαδή µε δανεικά στις ανά την επικράτεια φραπεδουπόλεις (τουλάχιστον σήµερα µας έφυγε ο τσαµπουκάς, για να το πούµε λαϊκά, της ηµέτερης αδιαµφισβήτητης ανωτερότητας, το θυµάστε;).
Ο καταναλωτικός οργασµός µιας κοινωνίας που πέρασε από την αγροτική συγκρότηση σε µεταβιοµηχανικές µορφές αντίληψης και συµπεριφοράς χωρίς παιδεία, χωρίς εδώ και δύο αιώνες να βιώσει ποτέ πραγµατικά την εµπειρία ουσιαστικά αστικών κοινωνικών δοµών, συµπορευόταν µε τον χλευασµό προς τους κουτόφραγκους που δεν ξέρουν να ζουν σαν κι εµάς, δηλαδή µε δανεικά στις ανά την επικράτεια φραπεδουπόλεις (τουλάχιστον σήµερα µας έφυγε ο τσαµπουκάς, για να το πούµε λαϊκά, της ηµέτερης αδιαµφισβήτητης ανωτερότητας, το θυµάστε;).
Οι Ευρωπαίοι ζούσαν –και ζουν– µέσα στις υποχρεώσεις και στους κανόνες, εµείς είχαµεεφεύρει την κοινωνία του µέλλοντος. Μια κοινωνία ελευθεριάζουσα και αναρχοειδή αλλά όχιδηµοκρατική – η ρητορική της κατακτηµένης δηµοκρατίας καλύπτει την αληθινή πραγµατικότητα µιας ατελούς δηµοκρατικής επίφασης στην οποία ζούµε τουλάχιστονεδώ και 40 χρόνια, µετά την τελευταία µεταπολίτευση.
Η σηµερινή κρίση, η σηµερινή παρακµή, δεν είναι οικονοµική αλλά πρωτίστως κρίση της ελληνικής κοινωνίας. Οι µάσκες έπεσαν. Η Ελλάδα υπήρξε πάντα χώρα ιδιωτών, αλλά αυτό αποκτά σήµερα µια τραγική διάσταση. Με όλο και µικρότερη συναίνεση και συνοχή, λιγότερη αλληλεγγύη, λιγότερες συλλογικές αντοχές, πιο περιορισµένη αίσθηση των κανόνων κοινωνικής συµβίωσης και συµπεριφοράς, µε σχεδόν εξαγριωµένους συν-πολίτες παντού, η ελληνική κοινωνία βρίσκεται σε φάση αποσύνθεσης. Απόδειξη είναι η όλο και µικρότερη αποτελεσµατικότητα των έννοµων θεσµών, η συνεχής και όλο και οξύτερη άσκηση βίας σε όλο και πιο διαφορετικές περιπτώσεις και περιβάλλοντα, η διεκδίκηση του δικαίου και η επιβολή του «νόµου» µέσω της αυτοδικίας και των εξατοµικευµένων κριτηρίων.
Κοτζαµπάσηδες, φυλές και «κλαν» ενάντια στο δίκαιο. Η Κερατέα διδάσκει. Φυσικά διδάσκει και η αξιοπιστία του κράτους, αυτά τα δύο πράγµατα πάνε µαζί. Τίποτα δεν είναι πιο επικίνδυνο από το να µην αντιλαµβανόµαστε πόσο κρίσιµη είναι αυτή η ιστορική στιγµή για το παρόν µας και για το µέλλον µας, και κυρίως το να βιώνουµε µια διαδικασία αυξανόµενου εθισµού σε κάθε συλλογικό φαινόµενο –του τύπου «δεν πληρώνω»– που τραυµατίζει όλο και πιο βαθιά τις αρχές ενός κοινωνικού συµβολαίου, το οποίο ίσως ποτέ δεν υπογράψαµε πραγµατικά.
Ποιοι µπορούν να συµβάλουν στην αντιµετώπιση της κρίσης; Θα µπορούσαν και οι διανοούµενοι, αν ήταν αξιόπιστοι και αν απολάµβαναν στοιχειώδη κοινωνική αναγνώριση, µετά την πολυετή πρακτική λαϊκισµού και αξιολογικής ισοπέδωσης που εφαρµόστηκε στην Ελλάδα. Θα µπορούσαν και οι πανεπιστηµιακοί καθηγητές, αν ένα τουλάχιστον κοµµάτι τους δεν χαρακτηριζόταν από φόβο και δειλία και αν δεν είχαν προσαρµοστεί εν τέλει (πάντα ένα µέρος τους, εννοείται) στη νοοτροπία ενοχικού εθισµού, συλλογικής σχετικοκρατίας, αποδυνάµωσης των κριτηρίων και ανησυχητικής «ελαστικότητας» για ό,τι κατ’ αρχάς συµβαίνει στον δικό τους χώρο, για λίγα ψίχουλα ασήµαντης «εξουσίας». Αλλά αυτό είναι ενδεχοµένως θέµα άλλου σηµειώµατος.