της Ισμήνης
6. Η άπιστη
Ήταν από τις πρώτες που παντρεύτηκε όταν τέλειωσαν το Λύκειο, με τον πρώτο έρωτα από το σχολείο που τα είχανε «φτιάξει» πριν ακόμα το τελειώσει. Ο Μπάμπης και ο Μπάμπης, κάναμε εκείνο και κάναμε το άλλο, είχε τρελάνει τις φιλενάδες της. Διότι ο Μπάμπης δεν ήτανε ο φοιτητάκος ούτε ο συμμαθητής, ο Μπάμπης παρακαλώ ήτανε μεγάλος για τα μάτια των φιλενάδων, με δική του δουλειά, άντρας μεστωμένος με τα όλα του.
Σκάσανε από την ζήλια τους ειδικά όσες δεν είχανε σταυρώσει και φίλο ακόμα. Μετά τον γάμο κάλεσε και τις φιλενάδες στο σπίτι να την καμαρώσουνε να δούνε τα καλά της και τον καλό της.
Έκανε και 2 παιδιά και άρχισαν τα βάσανα. Μωρομάνα αυτή, όταν οι φιλενάδες την παίρνανε τηλέφωνο να την ρωτήσουν τι κάνει, που να προλάβει να μιλήσει, το ένα την τράβαγε από τη μια μεριά και το άλλο από την άλλη. Κάθε φορά που της λέγανε να βγούνε έξω για κανένα καφέ τις περισσότερες φορές δεν μπορούσε και όταν τα κατάφερνε κοίταγε συνέχεια την ώρα γα να γυρίσει στο σπίτι στα παιδιά και στο Μπάμπη της.
Καμιά φορά που κοιταζότανε στον καθρέφτη και έβλεπε τον εαυτό της ελαφρώς ατημέλητο, αναρωτιότανε πως τα κατάφερε έτσι. Εντάξει, καλή η οικογένεια, ακόμα καλύτερα τα παιδιά, άριστος ο Μπάμπης, αλλά βρε αδελφέ κάπου όλα αυτά είχαν αρχίσει να την κουράζουν. Υποχρεώσεις, έξοδα, τα παιδία, πάντα σε δεύτερη μοίρα τα δικά της θέλω, προτεραιότητα είχε η οικογένεια και άλλες ανάγκες.
Ασφυκτιούσε, καταλάβαινε ότι βούλιαζε, κοίταζε γύρω της και ζήλευε, ήθελε να κάνει κάτι για τον εαυτό της. Αποφάσισε να πιάσει δουλειά, δεν ήταν μεγάλη, αλλά δεν είχε και τις εξωφρενικές απαιτήσεις γιατί ήξερε τα προσόντα της. Σιγά–σιγά ξεθώριασε και ο έρωτας για τον Μπάμπη της και έμεινε σκέτος ο Μπάμπης, που άρχιζε να την εκνευρίζει και να του βρίσκει κουσούρια που πρώτα τα θεωρούσε χαριτωμένα ή δεν τους έδινε σημασία.
Μέσω κάποιου γνωστού άνοιξε η πόρτα σε μια εταιρεία για μια θεσούλα. Καλή αρχή σκέφθηκε. Τα παιδιά τα βόλεψε με την μάνα της .
Άρχισε να είναι οικονομικά ανεξάρτητη και, όσα έπαιρνε, τα ξόδευε για τον εαυτό της, διότι έπρεπε να ντύνεται ευπρεπώς. Αλλά και πάλι, δεν ήταν ευχαριστημένη διότι είχε μέτρο σύγκρισης με κάτι κοπέλες, ιεραρχικά ανώτερες από αυτήν από τα άλλα γραφεία που ντύνονταν στην τρίχα και μοδάτα και της την έδινε.
Πείσμωσε. Μετά το τέλος της δουλειάς πήγαινε για έξτρα μαθήματα πάνω στο αντικείμενο τη δουλειάς της που θα αναβάθμιζε την θέση της. Κι έτσι, μετά από λίγο χρονικό διάστημα, πήρε προαγωγή. Αλλά και πάλι, μέτραγε τις οικονομικές τις απολαβές και χώλαιναν. Γμτ σκεφτόταν, οι άλλες πως τα βγάζουν πέρα;
Ένα βράδυ που έμεινε πιο αργά στο γραφείο για δουλειά, ενέδωσε στην ανήθικη πρόταση του διευθυντή της, περισσότερο από περιέργεια και … ας το δοκιμάσουμε και αυτό. Την επομένη βρήκε ένα μικρό ποσό στο συρτάρι του γραφείου της. Κατάλαβε. Στην αρχή εξεπλάγη, μετά θύμωσε, μετά το φιλοσόφησε και μετά πήγε και αγόρασε ένα ζευγάρι παπούτσια.
Όταν την επόμενη εβδομάδα της είπε ο διευθυντής να μείνει πιο αργά για δουλειά, δεν είπε όχι. Φεύγοντας, πήρε το ποσό στο χέρι με χαμόγελο και του είπε: πάντα στην διάθεση σας κύριε διευθυντά! Και πήγε να κάνει επένδυση της «εργασίας» της!
Όταν της πρότεινε 2ημερο ταξίδι εργασίας, δεν είπε όχι. Δεν είπε όχι ούτε στον συνεργάτη του που συναντηθήκανε στο ταξίδι εργασίας, με το αντίστοιχο αντίτιμο βέβαια. Τώρα κατάλαβε πως τα βγάζανε πέρα με τα λούσα οι άλλες κοπέλες στα διπλανά γραφεία.
Για να πούμε την αλήθεια δεν ήταν η γκόμενα που την βλέπεις και πέφτεις ξερός, μια κοινή σε εμφάνιση γυναίκα ήταν, αλλά είχε άλλα …προσόντα και το βασικότερο, δεν έλεγε ποτέ μα ποτέ … όχι!
Μέσα στο πλαίσιο της διακριτικότητας και της εχεμύθειας εξυπηρετούσε πάντα με το αζημίωτο βέβαια (ξύπνησε κι έβαλε και ταρίφα) τους συνεργάτες του διευθυντή της και τους συνεργάτες των συνεργατών.
Ήταν έξυπνη, συμφεροντολόγα και ρεαλίστρια καταλάβαινε δε ότι αν άρχιζε να ζητάει αγάπες και λουλούδια θα έχανε το πλούσιο έσοδο, οπότε περιοριζότανε σε αυτό που μπορούσε να κάνει καλύτερα. Κι αν θέλουμε να κάνουμε ηθική ανάλυση της περίπτωσής της, της άρεσε και το απολάμβανε χωρίς καμία τύψη.
Γκρίνιαζε ο Μπάμπης γιατί άρχισε να κάνει λούσα, αργούσε να γυρίσει στο σπίτι, παραμελούσε τα παιδία, αλλά τον κόλλαγε στον τοίχο λέγοντάς του ότι τα χρήματα που φέρνει στο σπίτι με τον κόπο και τον ιδρώτα της (που να ήξερε κακόμοιρος ο Μπάμπης) είναι περισσότερα από αυτά που βγάζει αυτός. Βλέπεις, είχανε αγοράσει μεγαλύτερο διαμέρισμα και τρέχανε τα γραμμάτια! Από το στριμωγμένο τριάρι στους Αμπελόκηπους βρεθήκανε σε μοντέρνα πολυκατοικία στα πέριξ του Αμαρουσίου.
Κάπως έτσι συνεχιζόταν η παράλληλη ζωή της φίλης μας. Πέρασαν τα χρόνια, κάπου κουράστηκε, κάπου την πήραν τα χρόνια και οι κάμψεις και οι επικύψεις δεν ήταν το ίδιο σβέλτες. Μπατάλεψε, την πιάσανε όψιμα ηθικές αναστολές. Άσε που ήρθε νέο αίμα στο γραφείο, με πιο σβέλτα ανακλαστικά και προσφερόμενες υπηρεσίες με περισσότερα κόλπα.
Ο Μπάμπης έπαθε στην καρδιά του, ίσως επειδή δεν ήθελε ποτέ να παραδεχθεί ότι καταλάβαινε πως έβγαζε τα χρήματα η γυναίκα του. Τα παιδιά της μεγαλώσανε παντρευτήκανε, την κάνανε γιαγιά, τώρα πια είχε άλλα να σκέφτεται. Βγήκε και στη σύνταξη διπλά κερδισμένη, μια καλή σύνταξη και μια καλή τοποθέτηση. |