του Δρ. Θόδωρου Κουσουρή, περιβαλλοντολόγου
Σε πρόσφατα άρθρα έγκυρων οικονομικών συντακτών, σχετικά με την πορεία της οικονομικής κρίσης, διαπιστώνεται ότι παλιές συνταγές και έννοιες επαναφέρονται στην επικαιρότητα. Εξάλλου, δεν είναι λίγοι εκείνοι που πιστεύουν ότι μια από τις μοναδικές λύσεις στη σημερινή συγκυρία της κρίσης είναι το φάσμα του πολέμου, λέγοντας το γνωστό «πατήρ πάντων, πόλεμος». Μάλιστα, επισείουν το τετριμμένο ότι «ο πόλεμος ήταν πάντοτε η μόνη λύση για την ανάκαμψη των οικονομιών». Όμως μια τέτοια συλλογιστική, πιστεύουμε ότι είναι αδιανόητη στη σημερινή εποχή, παρά τις όποιες κοινωνικές και οικονομικές κρίσεις, αλλά και το στοχευόμενο γκανγκστερισμό ορισμένων ηγεσιών.
Ωστόσο, θα ήταν ουσιαστικότερες πιστεύουμε εάν αυτές οι αναλύσεις και τα αντίστοιχα άρθρα να κατευθύνονταν σε μια νέα ανατροπή ιδεών, με ουσιαστικό σχεδιασμό μιας άλλης βιώσιμης ανάπτυξης, με εφαρμόσιμες προοπτικές, της λεγόμενης πράσινης οικονομίας. Οι εμπνευστές και θιασώτες αυτής της κατεύθυνσης μας «προκαλούν» όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Η παρουσία τους, με άρθρα και αναλύσεις, άρχισε να γίνεται ακόμη πιο πιεστική, αμέσως μετά την έναρξη της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Και όσα λέγουν και διατυμπανίζουν, βασίζονται τόσο σε τεκμηριωμένες μελέτες, όσο και σε απλουστεύσεις, προσδοκώντας στη μεγαλύτερη δυνατή διείσδυση και απήχηση των απόψεων τους. Σωστά ή λαθεμένα θα δείξει το μέλλον.
Ωστόσο, θα ήταν ουσιαστικότερες πιστεύουμε εάν αυτές οι αναλύσεις και τα αντίστοιχα άρθρα να κατευθύνονταν σε μια νέα ανατροπή ιδεών, με ουσιαστικό σχεδιασμό μιας άλλης βιώσιμης ανάπτυξης, με εφαρμόσιμες προοπτικές, της λεγόμενης πράσινης οικονομίας. Οι εμπνευστές και θιασώτες αυτής της κατεύθυνσης μας «προκαλούν» όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια. Η παρουσία τους, με άρθρα και αναλύσεις, άρχισε να γίνεται ακόμη πιο πιεστική, αμέσως μετά την έναρξη της πρόσφατης οικονομικής κρίσης. Και όσα λέγουν και διατυμπανίζουν, βασίζονται τόσο σε τεκμηριωμένες μελέτες, όσο και σε απλουστεύσεις, προσδοκώντας στη μεγαλύτερη δυνατή διείσδυση και απήχηση των απόψεων τους. Σωστά ή λαθεμένα θα δείξει το μέλλον.
Ας ανατρέξουμε σε μερικά από τα όντος ελκυστικά επιχειρήματά τους. Διατείνονται ότι «Για κάθε ένα ευρώ που σήμερα επενδύουμε στο περιβάλλον, θα δημιουργηθεί όφελος πέντε ευρώ στο μέλλον. Κάθε χρόνο, η αποκομιδή των απορριμμάτων στην Ελλάδα κοστίζει ένα δισεκατομμύριο ευρώ. Όταν τα απορρίμματα, λόγω της ανακύκλωσης, μειωθούν κατά 40% και μόνο στην Αττική, τότε θα κερδίζουμε άμεσα μέχρι και 44 εκατ. ευρώ το χρόνο. Η παραγωγή των 60.000 τόνων πλαστικού μιας χρήσης που κυκλοφορεί κάθε χρόνο στην Ελλάδα, κοστίζει 300 εκατ. Ευρώ, ενώ η διαχείρισή τους, μετά την απόρριψή τους, κοστίζει πολλαπλάσια.
Για κάθε τόνο χαρτιού που ανακυκλώνουμε σώζουμε 17 δέντρα, 32.000 λίτρα νερού, δυο βαρέλια πετρελαίου και ηλεκτρικό ρεύμα πέντε μηνών για ένα σπίτι. Το 40% της ενέργειας στην Ελλάδα καταναλώνεται από τα κτίρια. Η ορθολογική διαχείριση των ακτών μπορεί να φέρει όφελος έως και 7% του ΑΕΠ. Εκτιμάται ότι στην Ε.Ε., μπορούν να δημιουργηθούν 1.000.000 θέσεις εργασίας σε «πράσινους» τομείς. Οι συνέπειες των κλιματικών αλλαγών μπορεί να οδηγήσουν σε απώλειες πάνω από 2,5 τρισεκατομμυρίων ευρώ παγκοσμίως, μετά τα μέσα του 21ου αιώνα. Ήδη κάθε χρόνο στην Ε.Ε. για την αποκατάσταση των ζημιών από τις φυσικές καταστροφές που συνδέονται με τις κλιματικές αλλαγές, δαπανώνται περίπου 10 δισεκατομμύρια ευρώ».
Αντίστοιχα επιχειρήματα και μέτρα, γίνονται επίκαιρα για την αντιμετώπιση της σημερινής οικονομικής κρίσης, και έχουν εκπονηθεί από το οικονομικό επιτελείο του Β. Obama. Αυτά βασίζονται κυρίως σε έξη άξονες:
1. Δημιουργία ενός ταμείου «πράσινων υποδομών» για την ενεργειακή βελτίωση των υφιστάμενων κτιρίων, αλλά και φοροαπαλλαγές για τα βιοκλιματικά σπίτια, με στόχο την αναζωογόνηση της οικοδομικής βιομηχανίας.
2. Φοροαπαλλαγές σε επιχειρήσεις που παράγουν αιολική, γεωθερμική και ηλιακή ενέργεια, αλλά και υλικά και εξαρτήματα βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης.
3. Προώθηση νέων «έξυπνων» καινοτομιών και τεχνολογιών που θα είναι ικανές να μειώσουν την κατανάλωση ηλεκτρισμού σε όλες τις οικιακές συσκευές, από τα συστήματα κλιματισμού έως τα πλυντήρια ρούχων και τις τοστιέρες.
4. Κατασκευή νέων αποδοτικότερων δικτύων παραγωγής ηλεκτρικής ενέργειας από τη γεωθερμία, την ηλιακή και την αιολική ενέργεια, διανέμοντας αυτή ακόμη και σε μεγάλα αστικά κέντρα.
5. Αύξηση των επενδύσεων σε «πράσινα» μέσα μεταφοράς σταθερής τροχιάς για τη μαζική μετακίνηση.
6. Δημιουργία ενός «πράσινου» προγράμματος ενίσχυσης των αυτοκινητοβιομηχανιών, αλλά με αντάλλαγμα και στόχους τη βελτίωση της εξοικονόμησης στην κατανάλωση των καυσίμων των αυτοκινήτων, αλλά και τη μαζική επένδυση σε νέες αποδοτικότερες και καθαρότερες μπαταρίες, αλλά και σε υβριδικούς κινητήρες.
Προς την ίδια περίπου κατεύθυνση και η ευρωπαϊκή ένωση μέσω του επιτρόπου Περιβάλλοντος Σ. Δήμας, με την έναρξη της κρίσης, υπογραμμίζει την ανάγκη στροφής των ευρωπαϊκών επιχειρήσεων και βιομηχανιών στη δημιουργία της «πράσινης οικονομίας», επισημαίνοντας τα πλεονεκτήματα της. Όπως εξηγεί, «οι πράσινες επενδύσεις παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια ιδιαίτερη δυναμική και θα δημιουργήσουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση περίπου 2 εκατ. θέσεις εργασίες μέσα στην επόμενη δεκαετία. Γι' αυτόν τον λόγο η πράσινη οικονομία δεν αποτελεί ούτε πολυτέλεια, αλλά ούτε είναι και περιττή. Άλλωστε, η σημερινή κρίση επηρεάζει την οικονομία, το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, αλλά και το ίδιο το μέλλον του πλανήτη».
Και τονίζει ότι «η πράσινη οικονομία δεν είναι πολυτέλεια, με την έννοια του περιττού. Αντίθετα παρέχει τη δυνατότητα για διπλά οφέλη, τόσο στην οικονομία, όσο και στο περιβάλλον. Για παράδειγμα, το σχέδιο ανάκαμψης που ανακοινώθηκε από την Επιτροπή περιλαμβάνει μέτρα ή ενισχύσεις για πράσινα κτίρια, αυτοκίνητα, έργα υποδομής κ.λπ. Μέτρα για το κλίμα και την ενέργεια που παρέχουν κίνητρα για επενδύσεις, καινοτομίες και δημιουργία νέων πράσινων θέσεων εργασίας. Η δέσμη μέτρων για το κλίμα και την ενέργεια, σημαίνει 20% μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, 20% αύξηση του μεριδίου των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και 20% μεγαλύτερη εξοικονόμηση ενέργειας στην Ε.Ε. ως το 2020. Στη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα θα συμβάλει τόσο η λειτουργία του συστήματος εμπορίας δικαιωμάτων εκπομπών, όσο και ο μηχανισμός επιμερισμού των προσπαθειών μεταξύ των κρατών-μελών. Ως προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, η κάθε χώρα-μέλος της Ε.Ε. έχει συγκεκριμένο στόχο που συνολικά θα συμβάλει στην επιτυχία του ευρωπαϊκού στόχου του 20%.
Παράλληλα, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι η λειτουργία του συστήματος εμπορίας θα υποχρεώσει τα κράτη-μέλη, βέβαια και την Ελλάδα, να αναπτύξουν τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Υπολογίζεται, ότι περίπου τα τρία τέταρτα του στόχου θα επιτευχθούν μέσω της λειτουργίας του συστήματος της εμπορίας των ρύπων. Η σημερινή πολύ δυσμενής οικονομική συγκυρία πρέπει να αναδειχθεί ως ευκαιρία για τη δημιουργία της «πράσινης οικονομίας» του μέλλοντος. Η πράσινη οικονομία δημιουργεί μεγάλες ευκαιρίες για επενδύσεις, τεχνολογική καινοτομία, απασχόληση. Οι επενδύσεις που γίνονται στις καθαρές τεχνολογίες, με αειφόρο χρήση πόρων και εξοικονόμηση ενέργειας, είναι οικονομικά πιο αποτελεσματικές και αποδοτικές, δημιουργούν νέες θέσεις εργασίας και δίνουν στην ευρωπαϊκή βιομηχανία μια πολύ ισχυρή θέση στον διεθνή ανταγωνισμό. Έχει δε σημασία να γίνει γρήγορα η στροφή αυτή των επιχειρήσεων και της βιομηχανίας».
Η πράσινη οικονομία συμπεριλαμβάνει απαραίτητα και το μέλλον της απασχόλησης. Και δεν είναι μόνο η εφαρμογή μιας πολιτικής μείωσης των αερίων ρύπων με επιπτώσεις το φαινόμενο του θερμοκηπίου, αλλά και μια ανάπτυξη με περισσότερες θέσεις εργασίας. Για παράδειγμα, δεν είναι ευκαταφρόνητα τα μεγέθη από τον κλάδο των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και τη μελλοντική δυναμική τους. Μελέτες του ΟΗΕ και του Διεθνούς Οργανισμού Εργασίας τονίζουν ότι χώρες που θα αναπτύξουν φιλικές προς το περιβάλλον τεχνολογίες, θα μπορούν να απασχολούν περισσότερους εργαζόμενους, απ’ όσο μπορούν να απασχολούν μαζί η αυτοκινητοβιομηχανία και οι βιομηχανίες παραγωγής εργαλείων. Ωστόσο, καθώς λέγουν οι ειδικοί, τα κίνητρα και η αγορά για την πράσινη οικονομία έχει να αντιμετωπίσει κυρίως τρία προβλήματα και αντιξοότητες.
Το πρώτο έχει να κάνει με τη μείωση της έντασης εργασίας, καθώς η λογική μιας οικονομικής ανάπτυξης οφείλει μακροχρόνια να επεκτείνεται και να αυτοτροφοδοτείται. Το δεύτερο πρόβλημα προέρχεται από τη δημιουργούμενη αγορά δικαιωμάτων ρύπανσης που δεν είναι σίγουρο αν θα μπορέσει να πετύχει τους στόχους της, ως προς την αντιμετώπιση των κλιματικών αλλαγών. Σημειώνεται, ότι οι μέχρι σήμερα μηχανισμοί και πολιτικές δεν ήσαν αποδοτικές, ενώ υπάρχει και αρκετή υστέρηση στους ουσιαστικούς τεχνολογικούς τρόπους απορρόφησης του διοξειδίου του άνθρακα, ώστε να αποφευχθεί η κατά 2 βαθμοί, πάνω από τα επίπεδα του πριν απ΄τη βιομηχανική εποχή, θέρμανση του πλανήτη. Το τρίτο πρόβλημα, έχει να κάνει με την ανεύρεση και εξασφάλιση πόρων, για την προώθηση της πράσινης οικονομίας, με βάση τους οποίους μπορεί να μεταστραφεί η παραγωγή σε εντελώς διαφορετικούς τύπους οργάνωσης και ουσιαστικά την απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα.
Στη σημερινή όμως συγκυρία της κοινωνικής και οικονομικής κρίσης είναι αυτό εφικτό να επιτευχθεί και με ποιους μηχανισμούς και εχέγγυα; Προς τα πού τελικά θα οδηγηθούμε ως ανθρωπότητα είναι πολύ δύσκολο να προβλεφθεί! (πηγές: Ε.C., International Labour Organization, Wordwatch Institute, U.N)