11 January 2009

Το θαύμα της Αγ. Βαρβάρας...

του Σ.Φρ.

Τώρα που δυνάμωσε λίγο το κρύο, θυμήθηκα μια περιπέτεια με ψωφόκρυο που έζησα στην Αλεξανδρούπολη. Είχα έρθει πριν από μερικούς μήνες από τη Γερμανία, βρισκόμουν στο στρατό για μια σύντομη θητεία (3 μήνες) και θα έμενα για ένα μήνα στη διοίκηση πυροβολικού Αλεξ/πολης, μοίρα διοικήσεως, τυφεκιοφόρος γραφέας, περίπου 32 ετών τότε (παππούς στη γλώσσα των φαντάρων).

Κάποια μέρα στις αρχές Δεκεμβρίου γιορτάζεται η Αγία Βαρβάρα, προστάτης του πυροβολικού. Δεν θεώρησα σκόπιμο τότε να ρωτήσω, πώς η θρησκεία της «αγάπης» προστατεύει με τους αγίους της τα φονικά όπλα, γιατί δεν θα έπαιρνα καμιά απάντηση. Έπρεπε όμως να γιορταστεί η αγία και η διοίκηση πυροβολικού να πραγματοποιήσει πανηγυρική λειτουργία με συνακόλουθη δεξίωση στους επισήμους.


Βγαίνουμε το συγκεκριμένο πρωινό για «αναφορά» -με στολές εξόδου και τζάκετ από πάνω- και διαπιστώνω ότι έκανε ένα φοβερό κρύο. Όλη τη νύχτα είχε ξαστεριά και φύσαγε ένα βοριαδάκι από την καρδιά της Σιβηρίας κατευθείαν στο στρατόπεδο του πυροβολικού και, κυρίως, πάνω μου… Κάναμε κάτι τροχαδάκια γύρω από το κτήριο της μοίρας (λόχου που λένε οι πεζικάριοι), αλλά και ο ανθυπασπιστής που έδινε παραγγέλματα δεν άντεξε, κρύωνε πολύ. Είχαμε πιει μόνο τέιον με κάτι μπισκοτάκια της κακιάς ώρας, πώς να ζεσταθούν τέτοιες αντρικές κορμάρες; Στη Γερμανία, με ίδιο καιρό και εκτός στρατού, τρώγαμε πρωινό με παχιά σαλάμια και τυριά, για να καρδαμώσουμε.

Έρχεται σε λίγο και ο διοικητής της μονάδας, αντισυνταγματάρχης, άσπρος από το κρύο, και μετά από τα διάφορα τυπικά, βγάζει ένα λογύδριο ότι «σήμερα γιορτάζουμε τη μεγαλομάρτυρα αγία Βαρβάρα» και μπλα μπλα… δεν νομίζω ότι πρόσεχε κανείς. Τελειώνοντας λέει ότι «γι’ αυτό ως πιστοί χριστιανοί και υπερασπιστές της πατρίδας μας θα τελέσουμε πανηγυρική θεία λειτουργία, την οποία θα παρακολουθήσουν ο διοικητής της στρατιάς υποστράτηγος τάδε, οι διοικητές των δείνα όπλων και σωμάτων υποστράτηγοι και ταξίαρχοι τάδε και τάδε, οι βουλευτές τάδε και τάδε, ο δήμαρχος και πλήθος κόσμου…» Οπότε πάνω εκεί έρχεται το φασούλι: «Θέλω δύο παιδιά που είναι καλοί ψάλτες να βοηθήσουν τον παπά στη θεία λειτουργία».

Εμένα όλα αυτά δεν με αφορούσαν καθόλου, σκεφτόμουν μόνο πώς θα αντέξω αυτό το κρύο, τα αυτιά μου ήταν ήδη ξερά, τα δάκτυλα παγωμένα και τα πόδια με αρχόμενους πόνους, από την ορθοστασία και το κρύο. Εννοείται όλοι οι στρατιώτες, υπαξιωματικοί και αξιωματικοί της μονάδας θα πηγαίναμε για εκκλησιασμό, αλλά ο διοικητής δεν έψαχνε για ακροατήριο, δύο ψάλτες ήθελε. Ρώτησα με τρόπο τον διπλανό, σε ποιο ναό θα γίνει ο πανηγυρικός εκκλησιασμός, να ζεσταθούμε επιτέλους λιγάκι και μου απαντάει αυτός, στο εκκλησάκι εδώ πιο κάτω. Ήταν ένα υποτυπώδες ναΰδριο, στο οποίο ζήτημα είναι να χωρούσαν πάνω από 3-4 άνθρωποι. Οι υπόλοιποι έξω σε παράταξη. Αμάν…

Εντωμεταξύ, δεν είχε δηλωθεί κανείς για να ψάλλει και αγριεύει ο διοικητής, ο οποίος προ ολίγου μας είχε επαινέσει ως καλούς χριστιανούς και πατριώτες, «Δεν ντρέπεστε βρε, τέτοια μεγάλη γιορτή και όλοι θέλετε να τεμπελιάσετε;» Τρίχες, απλά κανείς από τους περίπου 30 φαντάρους στην αναφορά δεν ήξερε να ψέλνει!

Βελτιώνει λοιπόν ο διοικητής την προσφορά, δηλώνοντας ότι όποιος ψάλλει, θα πάρει πενθήμερη τιμητική άδεια. Εγώ δεν ενδιαφερόμουν ούτε για άδεια, γιατί θα απολυόμουν σε 1-2 εβδομάδες, μόνο το κρύο με απασχολούσε! Αλλά με έκπληξη διαπίστωσα ότι και πάλι δεν δηλώθηκε κανείς εθελοντής. Δεν ήταν η έλλειψη κινήτρων που απέτρεπε στους φαντάρους να δηλωθούν, η άγνοια των εκκλησιαστικών τελετουργικών έφταιγε.

Πάνω εκεί, πολιορκημένος από το πολικό ψύχος, μου ήρθε μια σατανική ιδέα: εγώ ήξερα να ψέλνω, αρκετά καλά μάλιστα, δεδομένου ότι μέχρι τα 14-15 με έπαιρνε ο παππούς μου τις καλοκαιρινές  Κυριακές σε ξωκλήσια και μοναστήρια, όπου δεν υπήρχε ψάλτης, οπότε έψελνε ο ίδιος. Λίγο λίγο είχα μάθει κι εγώ τις μελωδίες και τους ήχους και, όπου δυσκολευόταν αυτός (πάνω από 80 ετών ήδη ο παππούλης μου), έψελνα μόνος μου – κάτι κορώνες, κάτι μακρόσυρτα ιιιι, πού να αντέξει ο φουκαράς. Μάλιστα, κάποτε επαίνεσε ο παπάς τον παππού μου για τον άξιο εγγονό και του υπέδειξε να με κάνει ψάλτη!

Βέβαια, έκτοτε είχα ψάλλει μόνο μια δυο φορές στο εξωτερικό, όταν ήθελαν να εκκλησιαστούν οι εργάτες στην πόλη που μέναμε και αποδείχθηκε ότι ο μόνος που ήξερε να ψέλνει ήμουν εγώ. Μου χάρισε τότε και ένα βιβλίο με διηγήματα ο παπάς. Από εκείνες τις ψαλτικές εμφανίσεις μου είχαν περάσει, εννοείται, αρκετά χρόνια πάλι…

Έτσι, κάνω το απονενοημένο διάβημα -καλύτερα επιζών ψάλτης παρά ξεπαγιασμένος άφωνος- και δηλώνομαι: «Κύριε Διοικητά, αφού δεν υπάρχει άλλος να ψάλλω εγώ, αν και δεν έχω εξάσκηση, λόγω της μακρόχρονης απουσίας μου στο εξωτερικό». Μόνο που δεν με φίλησε ο διοικητής, μπράβο σου, συγχαρητήρια λέει, άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται ότι οι Έλληνες του εξωτερικού είναι καλύτεροι πατριώτες και χριστιανοί από τους ντόπιους και άλλα τέτοια. Καλά, θα σούλεγα τίποτα, σκέφτηκα, αλλά έχε χάρη που κάνει τέτοιο ψωφόκρυο.

Με τα πολλά, ξεκινάμε με βήμα προς το εκκλησάκι, όπου βρισκόταν ήδη ο παπάς και άλλος ένας εθελοντής ψάλτης, φαντάρος από άλλη μονάδα του πυροβολικού και απόφοιτος της θεολογικής σχολής. Μας λέει ο παπάς, εσείς θα βρίσκεστε μέσα στο εκκλησάκι, με το μικρόφωνο ανάμεσά σας για να ακούγεστε από τα μεγάφωνα. Δίπλα μας ήταν δύο μανουάλια με αναμμένα κεριά, στο μεταίχμιο μεταξύ κρύου και ζέστης των κεριών στεκόταν ο ίδιος ο παπάς.

Απέναντί μας στο ίσιωμα στέκονταν στρατηγοί, ταξίαρχοι και συνταγματάρχες, άλλοι βαθμοφόροι, υπαξιωματικοί και πολλοί φαντάροι, καμιά εκατοστή άτομα. Αρχίζει ο παπάς τις μουρμούρες, «Κύριε ελέησον» εμείς, «Βαρβάραν την αγίαν τιμήσωμεν...» και όλα τα σχετικά. Βγάλαμε το τζάκετ, λύσαμε τη γραβάτα (τότε φορούσαν οι φαντάροι μια υποτυπώδη γραβάτα), σε 10 λεπτά, δίπλα στα αναμμένα κεριά και κλεισμένοι στο κουβούκλιο του ναΰδριου, έσταζε το σώμα μας ιδρώτα.

Να κάνει νοήματα ο διοικητής στον παπά, «Συντομεύετε πάτερ!», να ψέλνει ο παπάς λες και ήταν στην όπερα, οι φαντάροι να έχουν κατεβάσει τους μπερέδες μέχρι τα φρύδια για να αντιμετωπίσουν το κρύο κι εμείς στο βάθος του κουβούκλιου να ιδρώνουμε από την υπερβολική ζέστη.

Κάποια στιγμή τερματίστηκε η λειτουργία όπως όπως, δεν βγάλανε πανηγυρικά κηρύγματα για ευνόητους λόγους και λέει ο διοικητής στον παπά, να περάσει μαζί με τους ψάλτες στη δεξίωση να πάρει ένα ποτό. Μεγαλεία! Μας περιποιούνταν συνάδελφοι φαντάροι με άσπρο σακάκι από τη μοίρα διοικήσεως, δίπλα σε στρατηγούς και ταξιάρχους… «Κωλόπαιδα» ψιθύριζαν τα στρατιωτικά γκαρσόνια, «βρήκατε κόλπο και καλοπερνάτε!» Όλοι πίνανε καυτό τσάι και κονιάκ για απόψυξη, οι δύο ψάλτες πίναμε πορτοκαλάδα για να δροσιστούμε… Με τέτοια ζέστη εκεί μέσα στο εκκλησάκι, μαρτυρήσαμε υπέρ πίστεως και πατρίδος!