Δημοσιεύεται στο ΠΑΡΟΝ και αφορά περιστατικό που συνέβη πριν από αρκετά χρόνια, μάλλον στη δεκαετία του '9Ο:
Ο υπουργός τηλεφωνεί σε πρόσωπο που βρίσκεται επικεφαλής ενός σημαντικού κρατικού καλλιτεχνικού οργανισμού. Ευγενικά αλλά επίμονα, ο υπουργός τού ζητά να υπολογίσει στους καλλιτέχνες που θα περιλάβει προσεχώς στο διεθνές πρόγραμμά του έναν Έλληνα διευθυντή ορχήστρας που έχει διακριθεί, λέει, στο εξωτερικό και ειδικότερα στην όπερα μιας συγκεκριμένης μεγαλούπολης. Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του οργανισμού επιφυλάσσεται να του απαντήσει.
Ερευνά το θέμα, ζητά πληροφορίες για τον εν λόγω μαέστρο (τον οποίο ο ίδιος δεν είχε ακουστά) και τελικά ενημερώνεται για τα εξής: πρόκειται για συμπαθή Έλληνα μαέστρο, μόνιμα εγκατεστημένο στο εξωτερικό, χωρίς διεθνή καριέρα, που έχει διευθύνει στην εν λόγω πόλη μόνο άσημες ορχήστρες σε κάποιες αίθουσες συναυλιών.
Ο διευθυντής τηλεφωνεί λοιπόν στον υπουργό, τον ενημερώνει σχετικά και του δηλώνει ότι δεν είναι δυνατόν να συμπεριλάβει τον εν λόγω μαέστρο στο φιλόδοξο διεθνές καλλιτεχνικό πρόγραμμα του οργανισμού. Όμως ο υπουργός επιμένει. Επιμένει και ο συνομιλητής του. Τότε ο υπουργός απελπισμένος ρίχνει τη βόμβα του, που αφήνει άναυδο τον άλλον:
«Ξέρετε, αυτός ο μαέστρος είναι παλιός συμμαθητής μου απ' το Δημοτικό!»
Ο καλλιτεχνικός διευθυντής συνέρχεται και του απαντά:
«Ε, τότε θα τον συμπεριλάβω, κύριε υπουργέ, στο πρόγραμμα και θα σημειώσω ότι η συμμετοχή του οφείλεται στο ότι εσείς μου το ζητήσατε, γιατί ήταν συμμαθητής σας στο Δημοτικό...»
«Ε όχι κι έτσι!» αναφωνεί έντρομος ο υπουργός.
«Γιατί όχι; Αλήθεια δεν θα είναι;» λέει αθώα ο άλλος (που είναι γνωστός τζώρας στη δουλειά του).
«Καλά, καλά, αφήστε το...»
.