16 March 2008

Αγαπημένε μου ... σύζυγε

2. Ο Μαμάκιας

της Ισμήνης

Καλόοοοοοοοοοοοοοοο παιδί, μια χαρά παιδί, από σπίτι με πολύ καλή δουλειά, δικηγόρος με δικό του γραφείο και πολύ καλή πελατεία. Ανερχόμενο αστέρι. Από προξενιό γνωριστήκανε, ξέρετε δα πως γίνονται αυτά. Η γειτόνισσα που ήξερε την οικογένεια τόσα χρόνια πια και την κοπέλα από μικρή, μια σταλιά κοριτσάκι, πως μεγάλωσε και ομόρφυνε κούκλα έγινε.

Είχε έναν ανιψιό, μοναχοπαίδι, η μάνα του χήρα, τον μεγάλωσε με ανθόνερο και μέλι, όλα για τον κανακάρη της, να μην του λείψει τίποτα. Δεν ξαναπαντρεύτηκε για να μην πληγώσει το παιδί, ο μακαρίτης έπεσε στον πόλεμο του 40 ένδοξα μαχόμενος υπέρ βωμών και εστιών.

Με την φωτογραφία του πατέρα στο σαλόνι, στο κομοδίνο, στην τραπεζαρία νέος και χαμογελαστός, με όλα τούτα παράσημα μέσα σε κάδρο και κρεμασμένα να μην ξεχάσουμε και το σπαθί, με αυτά μεγάλωσε ο νεαρός μας, ακούγοντας πόσο καλός και άξιος, πόσο νοικοκύρης και κουβαλητής ήταν ο πατέρας του (ας ζούσε άλλα 40 χρόνια και θα σου έλεγα εγώ με τι επίθετα θα στόλιζε η χήρα τον μακαρίτη). Άντε μετά από τόσο κύριε ελέησον και εγκώμια, να βάλει η χήρα άλλον άντρα στο κρεβάτι της και στο τραπέζι. Άντρας έμπαινε στο σπίτι και με μισό μάτι τον κοίταζε ο μικρός.

Τον σπούδασε, με το αίμα της ψυχής της, όλα στο χέρι τα είχε ο κανακάρης της.Τα καλύτερα σχολεία, τα ακριβότερα ρούχα, μεταπτυχιακό στην Γαλλία (πήγε και αυτή και εγκαταστάθηκε μαζί του 2 χρόνια), δεν ήθελε με κανένα τρόπο επειδή δεν είχε πατέρα να νοιώθει στερημένος.

Προσπαθούσε να ικανοποιήσει τις επιθυμίες του πριν καν τις ξεστομίσει, να μην πούμε πριν καν τις σκεφθεί ο ίδιος. Αυτός έπλασε ένα χαρακτήρα μαλακό και έγινε απόλυτα εξαρτώμενος από την μαμά του. Τώρα, έτσι τον βόλευε, έτσι έμαθε, δεν μπορούσε να κάνει διαφορετικά; Κανείς δεν ξέρει.

Και το άκρον άωτον της υπερβολής και δεν είναι ψέμα ούτε φαντασία συγγραφική αδεία: Ένα βράδυ είχε να πάει με την παρέα του σε ένα club στη Φωκίωνος Νέγρη. Ενημέρωσε τη μαμά πού θα πήγαινε και αναχωρεί από το σπίτι με το κουστουμάκι του, άνοιξη ήταν πια. Αργά το βράδυ έπιασε βροχή, ανήσυχη η μαμά, πώς θα γυρίσει ο κανακάρης της και θα βραχεί, παίρνει την καμπαρτίνα στο χέρι και πάει στο club και λέει στον πορτιέρη να τον φωνάξουν από το μικρόφωνο να έρθει έξω να του τη δώσει. Φαντάζεσθε τι θα έγινε στο κέντρο, όταν θα είπαν από μικροφώνου, ο κύριος … τάδε να πάει στην είσοδο γιατί τον θέλει η μαμά του!

Όλες οι νύφες που της λέγανε για προξενιά της φαίνονταν λίγο και κάπως για τον γιόκα της. Καμία δεν τη θεωρούσε άξια και ικανή να μοιραστεί την νυφική παστάδα μαζί του. Ευτυχώς που έσπασε το πόδι της και την έπεισε η αδελφή της από Θες/νίκη να πάει λίγο καιρό να την φροντίζει, δεν θα πάθαινε πια τίποτα ο γιος της να μείνει λίγο μόνος του.

Τηλεφωνάει ο γιος στη θεία να βάλει λίγο μυαλό της μάνας του στο θέμα του γάμου του, ήθελε κι αυτός να παντρευτεί και να κάνει οικογένεια. Η θεία κωλοπετσωμένη, με ανοιχτό μυαλό, άλλο πράγμα. Όταν πέθανε και ο δικός της άντρας και την άφησε με 3 κουτσούβελα και ολίγα χρήματα, η θεία σκέφθηκε: ποια είναι η προτεραιότητα στη ζωή της; Τα παιδιά της. Τι χρειάζονται τα παιδιά; Φαγητό πρωτίστως και ρούχα. Ποιος έχει το φαγητό; χασάπης, μπακάλης, μανάβης και φούρναρης. Πρόσφερε τακτικά και άνευ τύψεως και στους 4, στο πίσω μέρος του μαγαζιού αυτά που ορέγονται και ονειρεύονται για κάθε χήρα στερημένη και κατάφερε άνευ κόστους να μεγαλώσει τα παιδιά. Ανοιχτό … και μυαλό η θεία. Λέγε-λέγε κατάφερε και την αδελφή της να την κάνει να δει με άλλο μάτι ένα επικείμενο γάμο του γιου της.

Με το πρόσχημα λοιπόν κάποιας υπόθεσης που δήθεν είχε ο πατέρας της κοπέλας και την ανέθεσε στο δικηγόρο μας, τον ανιψιό της γειτόνισσας και κάποια φορά που θέλανε κάτι χαρτιά επειγόντως να μην χάσουνε τις προθεσμίες, πήγε η κοπέλα μας φουριόζα στο γραφείο να τα παραδώσει. Ξέρετε δα όλα αυτά πως γίνονται. Άρεσε ο ένας στον άλλον και υποτίθεται εν αγνοία των δικών τους, τα φτιάξανε και χωρίς πολλές χρονοτριβές ανέβηκαν τα σκαλιά της εκκλησίας.

Η πεθερά πια όλη την ώρα του γάμου σκούπιζε τα δάκρυα, από συγκίνηση έλεγε που θα της έφευγε το μοναχοπαίδι της. Σιγά καλέ που έφευγε, το διπλανό διαμέρισμα της νοίκιασε, να είναι κοντά και να δίνει και κανένα χεράκι, όταν με το καλό έρθουν και τα εγγόνια.

Πού να ήξερε η νύφη τι σημαίνει διπλανό διαμέρισμα πεθεράς με γιο μοναχοπαίδι. Πρώτα πέρναγε να πει καλησπέρα στη μαμά και μετά έμπαινε στο σπίτι του. Έλα μανούλα να πιούμε τον καφέ μαζί, έλα μανούλα να φάμε μαζί, έλα μανούλα να πιεις το τσάι σου μαζί. Έλα μανούλα να ακούσουμε τα νέα μαζί, να μην είναι μόνη της η μανούλα μου, έλεγε στη γυναίκα του.

Αλλά το τραγελαφικό άρχιζε το βράδυ όταν ξαπλώνανε στο κρεβάτι. Σιγά μη βογκάς και φωνάζεις, θα μας ακούσει η μανούλα, σιγά μη παρακουνιέσαι και τρίζει το κρεβάτι, θα μας ακούσει η μανούλα, στο τσακ ντριν το τηλέφωνο, αχ! με θέλει η μανούλα, άσε που πολλές φορές η μανούλα είχε αϋπνίες και καθότανε μέχρι αργά με τα παιδιά!

Άρρωστη η μανούλα, βήχει η μανούλα, φταρνίζεται η μανούλα, στομαχόπονο η μανούλα, πονοκέφαλο η μανούλα, δεν έχει κούκου με τη γυναικούλα, δεν μπορούσε πάθαινε κάτι τις ξέροντας ότι δίπλα υπέφερε η μανούλα του.

Άντε μετά να δει εγγόνια η μανούλα. Απηύδησε η κοπέλα και ζήτησε τη συμβουλή μιας φίλης και ψυχολόγου. Τη συμβούλεψε να φτιάξει ατμόσφαιρα πονηρή στην κρεβατοκάμαρα και να τον παρασύρει ώστε να πάψει να σκέφτεται κάθε φορά τη μανούλα!

Οπότε μπήκε το σχέδιο του ατμοσφαιρικού ξελογιάσματος σε εφαρμογή. Αγόρασε μαύρα σατέν σεντόνια, ένα μαύρο προκλητικό νεγκλιζέ που πολλά έδειχνε παρά έκρυβε, αγόρασε το Κάμα Σούτρα με ένα πολύ πονηρό ζωγραφισμένο εξώφυλλο και το έβαλε δίπλα στο κομοδίνο, μαζί με ένα μπουκάλι σαμπάνια, έσβησε τα φώτα άναψε κεριά στην κρεβατοκάμαρα και τον περίμενε ξαπλωμένη στο κρεβάτι σαν τη Γυμνή Μάχα του Goya.

Αυτός συμπτωματικά άργησε εκείνο το βράδυ και πήγε κατευθείαν σπίτι του. Φωνάζει το όνομα της γυναίκας του, καμία απάντηση. Κατευθύνεται προς την κρεβατοκάμαρα και ανοίγοντας την πόρτα βλέπει όλο το σκηνικό και μένει άλαλος. Ζαλισμένος περιφέρει το βλέμμα στα μαύρα σεντόνια, το μαύρο νεγκλιζέ, τα αναμμένα κεριά, τη σαμπάνια την πέρασε για κονιάκ, το Καμα Σουτρα για τη Σύνοψη.

Κάθεται στην άκρη του κρεβατιού και ξέπνοα ρωτάει τη γυναίκα του: έπαθε τίποτα η μανούλα μου;