29 March 2008

Τελικά τι είναι «κιτς»;

Μια χιλιομασημένη και «ξεχειλωμένη» έννοια


Από το Ορόγραμμα αρ. 88, διμηνιαίο τεύχος της ΕΛΕΤΟ:

Ο όρος μέχρι το 1970 ήταν γνωστός μόνο στους φοιτητές της αρχιτεκτονικής· απλώθηκε όμως σε κάθε μορφή έκφρασης. Λέγεται ότι τα πάντα μπορεί να είναι κιτς, όπως εμφάνιση, συμπεριφορά, κοσμήματα, τηλεοπτική εκπομπή, δημοσιογραφία, κινηματογράφος, τραγούδια και ... πάει λέγοντας. Η εξάπλωση της έννοιας, θυμίζοντας τη χρήση του «απίθανο», είχε συνέπεια και στην ελληνοποίηση του όρου – κιτσάτο, κιτσαρία, καρακιτσαριό.

Ειδικά κείμενα πιθανολογούν την προέλευση του όρου από το γερμανικό ρήμα kitschen που σημαίνει «πασαλείβω». Γλωσσική καταγωγή και χρονική περίοδος (μέσα του 19ου αιώνα) προεξοφλούν την αρχική χρήση του όρου στην ζωγραφική. Πάντως, η έννοια διευρύνθηκε ώστε να περιλάβει την καλλιτεχνική έκφραση στην αρχιτεκτονική και διακόσμηση.

Ένας γενικός χαρακτηρισμός για το κιτς είναι το «παράταιρο», το οποίο διευκρινιστικά έχει τρεις διατυπώσεις:

α) Η πρώτη είναι: η ανατροπή της κλίμακας. Παράδειγμα: Το συνηθισμένο ποτήρι του κονιάκ στις κανονικές του διαστάσεις είναι αισθητικά
ουδέτερο· αλλά, αν αυξηθεί το μέγεθός του στο πενταπλάσιο και τοποθετηθούν λουλούδια μέσα του μετατρέποντάς το σε βάζο, τότε δεν είναι παρά ένα αντικείμενο κιτς.

β) Η δεύτερη είναι: η μετατόπιση του υλικού. Παράδειγμα: Η Αφροδίτη της Μήλου στις διαστάσεις της και στο υλικό της, το μάρμαρο, έχει τη θέση της στον κλασικό κανόνα του ωραίου· αλλά τα γύψινα ή πορσελάνινα ομοιώματά της σε μικρότερες διαστάσεις σε ένα ζαχαροπλαστείο ή πάνω σε έναν μπουφέ την μετατρέπουν σε εμβληματικές εκφράσεις του κιτς.

γ) Η τρίτη είναι: η χωρική ασυμβατότητα. Σύμμετρος με τις ανατροπές στις διαστάσεις και στο υλικό είναι ο τόπος. Δύσκολα θα σκεφτεί κανείς να χαρακτηρίσει κιτς τα παιδικά κόμικς με τις φιγούρες του Ντίσνεΐ και τις περιπέτειές τους. Αν, όμως, αποσπαστούν από τον τόπο τους και εγκατασταθούν οι φιγούρες στον χώρο και γίνουν τεράστιες και τριδιάστατες γίνεται άλλο ένα έμβλημα του κιτς: η Ντίσνεΐλαντ.

Δεν είναι κιτς κάθε ανατροπή της κλίμακας, κάθε μετατόπιση του υλικού, κάθε ασυμβατότητα του χώρου στην καλλιτεχνική έκφραση, αλλά μόνο εκείνη που συμπλέκεται με τη στρεβλή μίμηση, την αντιγραφή που αλλοιώνει, την απεικόνιση που υπονομεύει προς την κατεύθυνση των βασικών χαρακτηριστικών.

Απαραίτητη για την κατανόηση του κιτς είναι, εξάλλου, η διάκριση ανάμεσα στο πηγαίο και στο σκοπούμενο. Το πηγαίο κιτς είναι εκείνο του οποίου ο χρήστης δεν έχει συνείδηση του «παράταιρου», δεν το γνωρίζει ως κιτς. Παράδειγμα: ένα διαμέρισμα πολυκατοικίας με τη συσσώρευση από μπιμπελό ή σκαλιστά έπιπλα, πορσελάνινα ομοιώματα και γραφικές τοπιογραφίες είναι η περίπτωση του κιτς ως αυθόρμητης έκφρασης γούστου.

Αντίθετα, το σκοπούμενο κιτς, έντεχ
νο και καθόλου αθώο, μπορεί να είναι μεθυστικό. Η ικανότητά του να θυμίζει πάντοτε κάτι εσφαλμένο είναι μέρος της σαγήνης. Παράδειγμα: Εντυπωσιάζεται κανείς από το μέγεθος και αντικρύζει σχεδόν με δέος ένα κτήριο που αντιγράφει τον Παρθενώνα αλλά σε διπλάσιο μέγεθος.

Εκφράσεις κιτς:

1) Στην αρχιτεκτονική

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1980 ο όρος χρησιμοποιείται όλο και πιο αραιά. Σε αναλογία με το «μπαρόκ», που ένας αρχιτέκτονας του 18ου αιώνα όριζε ως «υπερθετικό του παράξενου», το κιτς αναδείχθηκε σε υπερθετικό του υπερφίαλου. Αλλά, ενώ για ένα μεγάλο διάστημα χαρακτηριζόταν «αρχιτεκτονικό κιτς» οτιδήποτε έθελγε το ακαλλιέργητο γούστο (αλπικές βίλες σε μεσογειακά νησιά, πήλινες καρυάτιδες σε υποστυλώματα πολυκατοικιών) κανείς πλέον δεν χρησιμοποιεί τον όρο κιτς για τέτοιες ακαλαισθησίες. Ένας μεγάλος βυζαντινός ναός, με τη μαστοριά της πλινθοδομής του, αποτελεί στατικό αριστούργημα. Ένας ναός από μπετόν με διαστάσεις γηπέδου τείνει σαφώς στο κιτς, αφού δεν απαιτεί καμιά στατική δεξιοτεχνία.

2) Στη μόδα

Στη μόδα το κιτς ως αρνητική υποβολή υπήρχε πάντα έστω κι αν μέσω της τέχνης προβαλλόταν μόνο το ωραίο και όχι το άσχημο ή το χυδαίο, αντιληπτό άλλωστε διαφορετικά από εποχή σε εποχή και από τη μια κοινωνική ομάδα στην άλλη. Το κακόγουστο στο ντύσιμο συνδέθηκε με την άκριτη χρήση τολμηρών νεανικών ενδυμάτων από αταίριαχτες ηλικίες και εξωτερικές εμφανίσεις ή σωματικές διαπλάσεις. Ενδυματολογικά γελοιογραφήματα αναδεικνύονται γλαφυρά στις κωμωδίες του Αριστοφάνη.

3) Στην τηλεόραση

Από τα τέλη του 70 και τις αρχές του 80 αρχίζει κανείς να μιλάει για κιτς. Το κιτς των πρώτων δεκαετιών της ελληνικής τηλεόρασης δεν εξαφανίστηκε· απλώς μετασχηματίστηκε, έγινε πιο διάχυτο και λιγότερο διακριτό. Το κιτς της πρώτης περιόδου της ελληνικής τηλεόρασης συνδεόταν με τον απόηχο της φτώχειας των πρώτων μεταπολεμικών δεκαετιών, τον στεναγμό της μετανάστευσης και τον θρίαμβο της αντιπαροχής. Όμως, το κιτς ή το εμφανές κακόγουστο της τελευταίας δεκαπενταετίας φέρει την άκομψη σφραγίδα της παγκοσμιοποίησης. Η πρώτη ύλη του σύγχρονου τηλεοπτικού κιτς δεν είναι τα άψυχα υλικά·
δεν είναι τα υπερδιακοσμητικά αντικείμενα. Πρώτη ύλη του είναι οι εθελοντικά προσφερόμενοι ανθρώπινοι πόροι, οι παίκτες ή οι καλεσμένοι ή οι τηλεθεατές που επικοινωνούν τηλεφωνικά με τα κανάλια παραδίδοντας την ψυχή τους, προκαλώντας την κατανόηση ή τον οίκτο και το σαρκαστικό γέλιο του κοινού.

4) Στον κινηματογράφο

Αν έπρεπε να ορίσουμε το κιτς, είναι το επιδεικτικό κακόγουστο ή ό,τι προσπαθεί να μιμηθεί με φτηνό τρόπο κάτι που δεν είναι. Τα δράματα της φουστανέλας του ‘70 με φτηνά κοστούμια είναι κιτς. Όμως έχει επικρατήσει ως κιτς να θεωρείται το θέαμα που προβάλλει την υπερβολή.

Από το Λεξικό του Γ. Μπαμπινιώτη, τελικά, δίνεται ο ορισμός: κιτς το κακόγουστο όπως εκδηλώνεται με παράταιρους φανταχτερούς συνδυασμούς σχεδίων ή χρωμάτων καθώς και ό,τι χαρακτηρίζεται από φανταχτερό και παραφορτωμένο σχεδιασμό, εμφάνιση ή περιεχόμενο και ικανοποιεί κυρίως το λαϊκό και ακαλλιέργητο γούστο. αγγλ. γαλλ. kitsch < γερμ. Kitsch < διαλεκτ. ρ. kitschen «αναμειγνύω πρόχειρα, συγκρούω».

Δ.Π.