24 March 2008

Ο καρκινοπαθής της διπλανής πόρτας VII

Εμείς, τα παιδιά του καρκίνου

(Από το blog του δημοσιογράφου Χρ. Μιχαηλίδη)

Ονομάζομαι Α. Τ., καρκινοπαθής στο τελευταίο (κατά την Ιατρική) στάδιο μεταστατικού καρκίνου, από Θεσσαλονίκη. Είμαι αναγνώστρια σας και, διαβάζοντας την επιστολή διαμαρτυρόμενου πολίτη με την αργοπορία των γιατρών, αναρωτήθηκα για το πόσο θα έπρεπε να διαμαρτυρηθούν για την κατάντια του συστήματος Υγείας οι καρκινοπαθείς, οι άνθρωποι που έχουν συνεχές ραντεβού με το θάνατο και που οι Γιατροί και οι Υπουργίσκοι, αργούν καθημερινά στο ραντεβού-συνέπειας μαζί τους.

Οι καρκινοπαθείς είναι οι ασθενείς που διαμαρτύρονται λιγότερο στις αίθουσες αναμονής των νοσοκομείων. Η αρρώστια που τους έχει καταβάλει δεν είναι ιάσιμη. Προσβλέπουν στον Θεό παρά στους ανθρώπους και οτιδήποτε προσφερθεί από τους ανθρώπους και την επιστήμη είναι δώρο που αποδέχονται με ευγνωμοσύνη, ευχαριστώντας, μακριά πια από προσωπικούς στόχους και φιλοδοξίες, για την κάθε στιγμή καλής ή υποφερτής ποιότητας ζωής πού τους χαρίζεται και για την οποία παλεύουν με νύχια και με δόντια.

Τα παιδιά του καρκίνου έχουν υπομονή με τους νοσηλευτές. Γιατί οι νοσηλευτές είναι σύμμαχοι στον αγώνα τους. Εργάζονται με μισθούς πείνας, δεν είναι ενταγμένοι στα βαρέα και ανθυγιεινά και παρασκευάζουν χωρίς να έχουν τον κατάλληλο εξοπλισμό, τα χημειο-θεραπευτικά διαλύματα με κίνδυνο της υγείας τους. Στο τσουνάμι της νοσηλείας εξυπηρετούν διπλάσιο αριθμό αρρώστων από τον προβλεπόμενο διασπείροντας τους αρρώστους και σε άλλα τμήματα άλλων κλινικών εφόσον τα κρεβάτια δεν επαρκούν για όλους. Στην νυχτερινή του βάρδια, ένας νοσηλευτής έχει την ευθύνη ενός ολόκληρου ορόφου-τμήματος, γιατί κανένας υπουργίσκος δεν το πήρε ως προσωπική του υπόθεση να κάνει προσλήψεις νοσηλευτών. Όταν λοιπόν κάποια φορά αστοχήσει το χέρι της νοσηλεύτριας να βρει φλέβα με την πρώτη, της δίνουν κουράγιο λέγοντας της –δεν πειράζει, μη στενοχωριέσαι, ξανατρύπησε τις χημειοκαμένες φλέβες μου, θα βρείς άλλο σημείο.

Τα παιδιά του καρκίνου έχουν υπομονή με τους γιατρούς Δεν γογγύζουν ούτε όταν περιμένουν τις ατέλειωτες πέντε, έξι ή επτά ώρες, στην «επί της γης κόλαση», στα «σαλόνια» - αίθουσες αναμονής του Θεαγένειου, με το βαλιτσάκι με τα απαραίτητα για την διήμερη ή τριήμερη νοσηλεία τους για να τους ανακοινωθεί τελικά, ότι δεν υπάρχει κρεβάτι διαθέσιμο. Ξέρουν ότι πρέπει να φύγουν και να ξανάρθουν την επόμενη προετοιμάζοντας τον εαυτό τους άλλη μια νύχτα για την επόμενη μέρα που θα επιστρέψουν έχοντας την ελπίδα να βρουν κρεβάτι διαθέσιμο.

Δεν γογγύζουν, δεν εκφράζουν παράπονα στους γιατρούς τους, ούτε στην αίθουσα αναμονής της βραχείας ογκολογικής κλινικής του Παπαγεωργίου, όταν, ώρες ατέλειωτες, περιμένουν υπομονετικά να τους δει ο γιατρός τους και στην συνέχεια να κάνουν την θεραπεία τους, μετά από ώρες ταξίδι, ερχόμενοι από κάποια άλλη πόλη της Βόρειας Ελλάδας. Κι εκεί ο γιατρός έχει έρθει στην ώρα του, αλλά θα πρέπει να είναι βιονικός για να καταφέρει να αποφασίσει για την ζωή 80-100 ανθρώπων στα λίγα λεπτά που αντιστοιχούν στον κάθε καρκινοπαθή και να αποφύγει το λάθος. Όταν ο γιατρός καθημερινά αποφασίζει για 100 ζωές, θα το κάνει το λάθος και το λάθος αυτό θα κοστίσει μια ζωή.

Θυμώνουν οι καρκινοπαθείς αλλά δεν τα βάζουν ούτε με τους νοσηλευτές ούτε τους γιατρούς τους γιατί ξέρουν καλά ότι δεν φταίνε αυτοί, που δεν υπάρχουν άλλα τρία Θεαγένεια για να εξυπηρετήσουν τους καρκινοπαθείς όλης της Βόρειας Ελλάδας. Υποπτεύομαι πως οι νοσηλευτές και κυρίως οι ογκολόγοι πλέον στην Ελλάδα, όταν ανήκουν στην κάστα εκείνη των υπαλλήλων, που «δεν τα παίρνουν», μάλλον δουλεύουν για να σώσουν την ψυχή τους. Όπως ο χειρούργος-ογκολόγος της γράφουσας, ό ίδιος με καρκίνο, τελείως καθαρός από δοσοληψίες φακέλων, έδινε την ψυχή του στην πολύωρη εγχείρηση να σώσει αυτό που άλλοι θεωρούσαν χαμένη υπόθεση, σε ένα κράτος που έχει το θράσος να μιλάει για πολιτισμό ενώ δεν έχει εξασφαλίσει το αυτονόητο - ένα κρεβάτι στον άρρωστο. Σε ένα κράτος που δεν σέβεται τον γιατρό και τον νοσηλευτή, αλλά πάνω από όλα δεν σέβεται τον άρρωστο.

Οργίζονται στα ασανσέρ του Θεαγένειου οι καρκινοπαθείς και οι συνοδοί τους, στα δύο ασανσέρ του Θεαγένειου που χωρούν τόνους πόνου και απόγνωσης και που μέσα τους στοιβάζονται ταυτόχρονα οι βαριά εγχειρισμένοι στα φορεία, μαζί με συνοδούς, με τον κίνδυνο να μολυνθούν. Και δυσανασχετούν, γιατί δεν θέλουν και όμως πρέπει να ανέβουν στο κολαστήριο αλλά δεν χωρούν και φωνάζουν, γιατί εκεί ο φταίχτης έχει πρόσωπο και λέγεται κράτος. Το κράτος που δεν διαθέτει τα απαραίτητα κονδύλια, ώστε να γίνουν καινούργια αντικαρκινικά νοσοκομεία και που δεν κάνει εδώ και πολλά χρόνια προσλήψεις ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού.

Οι καρκινοπαθείς κάποιες στιγμές όμως χάνουν την υπομονή τους, γιατί δεν έχουν ούτε τους γιατρούς σύμμαχους στην αρρώστια τους. Είναι οι στιγμές που πρέπει να παλέψουν τελείως μόνοι τους, γιατί στο σύστημα υγείας δεν υπάρχουν μόνο οι φακελοφονιάδες αλλά και οι αδίστακτοι ερευνητές γιατροί, «φονιάδες της έρευνας», γιατροί που αδιαφορώντας για την τύχη του δικού τους ασθενή, ισχυριζόμενοι πως οποιαδήποτε θεραπεία θα ήταν μάταιη, τον αποκλείουν από οποιοδήποτε θεραπευτικό σχήμα (ενώ άλλοι ογκολόγοι διαβεβαιώνουν για το αντίθετο), αρνούνται οποιαδήποτε διευκόλυνση, ώστε να αναζητήσει ο ασθενής την τύχη του στο εξωτερικό. Και όλα αυτά προκειμένου να τον εντάξουν στην κλινική έρευνα κάποιου νέου φάρμακου, το οποίο όμως όταν θα έχει έρθει, πιθανότατα, να είναι για τον ασθενή πλέον πολύ αργά.

Και όταν τα παιδιά του καρκίνου χάσουν την υπομονή τους αλλά κυρίως την εμπιστοσύνη στους γιατρούς τους, δεν κάνουν καταγγελίες και μηνύσεις. Χάνουν την ελπίδα τους, και όταν χάσουν την ελπίδα τους, αποσύρονται από τον αγώνα να κερδίσουν τη ζωή τους και αποσύρονται σιγά -σιγά από την ίδια τη ζωή.