07 April 2009

Perjalanan 10

Προς τη λίμνη Τόμπα II






Η επόμενη στάση είναι σε μία υπαίθρια αγορά φρούτων. Δεν είναι η πρώτη φορά που βλέπουμε τέτοια αγορά. Πολλές φορές, περνώντας με το αυτοκίνητο μέσα από χωριά, είχαμε δει από το παράθυρο και από τις δύο πλευρές του δρόμου σωρούς από τα κάθε μεγέθους και χρώματος ποικίλα τροπικά φρούτα. Άλλοτε ήταν αραδιασμένα σε ψάθες επάνω στο δρόμο, άλλοτε σε πρόχειρους ξύλινους πάγκους, άλλοτε μέσα σε ευρύχωρα κοφίνια. Τώρα έχουμε, μπροστά στα μάτια μας, μια ολόκληρη παλέτα γεμάτη χρώματα.

Πολλά μας είναι γνωστά από παλιά, όπως οι μπανάνες, τα μάνγκο, οι ανανάδες. Μερικά τα έχουμε ακουστά όπως τα παπάγια, τα γκουάβα, τα ραμπουτάν, τα φρούτα του πάθους. Τα περισσότερα όμως μας είναι άγνωστα. Τι σχήματα! Τι χρώματα! Τι φαντασία! Λες και έπαιζε η φύση με τις ατέλειωτες δυνατότητες. Αρχίζω να ρωτάω τον Adi και αυτός μου τα ονομάζει και μου τα εξηγεί. Σε ένα πανέρι υπάρχουν κάποια φρούτα, που από μακριά μοιάζουν σαν μαύρα σύκα. Ο Adi πρόλαβε την ερώτησή μου.

• Salak!, μου λέει.

Το πιο εντυπωσιακό σ'αυτά τα φρούτα είναι η φλούδα τους. Δεν νομίζω, ότι θα υπάρξη κάποιος που θα διαφωνήση, ότι μοιάζουν σαν να τα έχης επενδύσει με δέρμα φιδιού. Η φλούδα αυτή έφευγε εύκολα, όπως μου έδειξε ο οδηγός με τα επιδέξια δακτυλά του. Κάτω από το λεπτό φλοιό, κρύβονται δύο λευκόχρωμοι ημισφαιρικοί καρποί σαν κάστανα. Η γεύση τους είναι υπόξινη, ενώ στο εσωτερικό τους φωλιάζει ένα κουκούτσι καφέ χρώματος. Η περιέργεια με έτρωγε να τα γνωρίσω όλα.

• Τι λες Γιάννη, αγοράζουμε από δύο φρούτα του κάθε είδους, για να δοκιμάσουμε;

Εγινε η απαραίτητη συνενόηση και ο πωλητής διάλεξε, όπως κάποτε ο Νώε, δύο από κάθε είδος.

Το Salak ήδη το δοκίμασα, όταν μας ξεφλούδισε ένα ο Adi στην αρχή. Τώρα βαλθήκαμε να τα δοκιμάζουμε ένα-ένα και τότε κάποια στιγμή συνειδητοποιήσαμε ότι συμπεριφερόμαστε λες και ήμασταν στην Ελλάδα. Δηλαδή τα καθαρίζαμε τρίβοντας τα λίγο με το χέρι και μετά τα δαγκώναμε.

• Μα τι κάνουμε; Χωρίς να τα πλύνουμε! Αναφώνησα κάποια στιγμή.
Ο Γιάννης έμεινε με τη μπουκιά στο στόμα. Πόσες φορές δεν είχαμε πει και το είχαμε και γράψει, ότι σε κάθε κατανάλωση φρούτου θα πλέναμε το φρούτο και το μαχαίρι. Σ' αυτά τα μέρη, οι δυσεντερίες είναι το πιο συχνό αλλά και το πιο αθώο πράγμα που μπορεί να πάθης, αν δεν προσέξης. Ακόμη και αν το πλύνης το φρούτο, πρέπει να το σκουπίσης καλά, ώστε να μην μείνη ούτε νερό επάνω του αν το νερό που χρησιμοποίησες δεν είναι εμφιαλωμένο ή βρασμένο. Για το σκοπό αυτό και γενικότερα για απολύμανση, είχα πάρει με τα εφόδια, σαπούνι φαινικού οξέως και το είχα κόψει σε μικρά κομματάκια, σε μέγεθος αμυγδάλου, τα οποία είχα τυλίξει σε αλουμινόχαρτο για μία χρήση.

Πέραν από αυτό είχαμε αγοράσει και "Mikrobend" -υγρά μαντηλάκια εμποτισμένα σε απολυμαντικό- για αποστείρωση τουαλετών, νιπτήρων κλπ. για να αποστειρώνουμε, σε ανάγκη, χέρια και φρούτα, σε περίπτωση που δεν θα είχαμε νερό, όπως στη ζούγκλα. Και τώρα; Πολύ γρήγορα καταλάβαμε ότι είναι πολύ δύσκολο να εφαρμόσης κανόνες ασφαλείας, γιατί όταν φλέγεσαι από ενθουσιασμό για κάτι, πραγματικά ξεχνάς τα πάντα.


Μια ολόκληρη σακκούλα από αυτά τα φρούτα, που ήταν πάνω από έξη κιλά, κόστισε μόνο 5ΟΟ ρουπίες δηλ. 5Ο δρχ. Έτσι γνωρίσαμε το Pisan kaki -ένα φρούτο σαν το λωτό αλλά με σπόρους μέσα- , το derung - να βυσσινί φρούτο σαν μια τεράστια ελιά καλαμών σε μέγεθος βερίκοκου- , το rambostan -έναν καρπό σαν κόκκινο αχινό, τον οποίο είχαμε πρωτοσυναντήσει στη Σιγκαπούρη, όταν ανεβήκαμε με το εναέριο βαγονάκι στο λόφο Faber-, το Mango, το Passion fruit, το Star fruit και άλλα.

Οι εμπειρίες όμως δεν έχουν τέλος εδώ κάτω και ένα καινούργιο ερέθισμα μας τραβάει την προσοχή. Λίγο παρακάτω υπάρχει μία υπαίθρια κουζίνα και η γαργαλιστική μυρωδιά από τηγανισμένο φοινικόλαδο και άλλα καρυκεύματα, μας οδηγεί προς τα κει.

• Να δοκιμάσουμε;
• Γιατί όχι;

Πάει κι' αυτός ο κανόνας προφυλάξεως! Δεν υπάρχει σχεδόν κανένας ταξιδιωτικός οδηγός, που να μην αναφέρη ότι οι επισκέπτες των τροπικών, πρέπει να αποφεύγουν όλες τις υπαίθριες κουζίνες, γιατί δεν ακολουθούν τις προδιαγραφές καθαριότητος των δυτικών χωρών και μάλιστα σε περιβάλλον πολύ ευαίσθητο σε μολύνσεις. Είχα διαβάσει για τη "μέθη των βυθών", όπου οι δύτες, στα μεγάλα βάθη, συνεπαρμένοι από τη μαγεία του "γαλάζιου κόσμου της σιωπής" και σαν από κάποια ακατανίκητη δύναμη πάνω από τη θέληση τους, οδηγούνται όλο και βαθύτερα μέχρι τον όλεθρό τους. Δεν είναι και αυτό ένα είδος μέθης που μας έχει πιάσει να γνωρίσουμε τα πάντα χωρίς όρια, χωρίς δισταγμό, χωρίς σκέψη για τις συνέπειες.

Ο πειρασμός αυτή τη φορά είναι μπανάνες και φέτες από ανανά τηγανισμένα σε λάδι ελαιοφοίνικα, αφού προηγουμένως είχαν βουτηχθή σε ένα είδος ζύμης αμύλου -πιθανώς ταπιόκας- όπως περίπου εμείς τηγανίζουμε τα κολοκυθάκια ή τις μελιτζάνες...

Συνεχώς δοκιμάζοντας και μη παθαίνοντας τίποτα, ξεθαρρεύαμε όλο και περισσότερο και ήμαστε έτοιμοι όλο και για μεγαλύτερες "παραβάσεις". Εκ των υστέρων σκέπτομαι ότι ίσως είχαμε και αρκετή τύχη μαζί μας...

Περνώντας από τα χωριά των Batak Kabanjahe και Merek, πλησιάζουμε πλέον το βόρειο άκρο της λίμνης Τόμπα. Μπαίνοντας σ' ένα πλάτωμα με πυκνό γρασίδι, πλαισιωμένο με πανύψηλα άγνωστα δένδρα και θεόρατα μπαμπού, ο Adi κάνει νόημα ότι θα σταματούσαμε.

Εδώ είναι το παλάτι του τελευταίου βασιλέα της περιοχής, μας λέει, του Raja Purba. Ο λαός του τον εκτέλεσε το 1947, όταν κατέκτησαν την περιοχή οι Γιαπωνέζοι, γιατί τον θεώρησαν ότι είχε συνεργασθή με τους Oλλανδούς. Το παλάτι και τα παρακείμενα κτίσματα έχουν τώρα ανακαινισθή και χρησιμοποιούνται ως μουσείο. Από όλα τα οικήματα, το παλάτι ήταν το πλέον εντυπωσιακό και το μόνο που, εκείνη τη μέρα τουλάχιστον, μπορούσες να επισκεφθής. Όλα τα κτίσματα χρονολογούνται από το 1624.

Ανέβηκα την ξύλινη σκάλα και πάτησα με δέος στο σκοτεινό εσωτερικό του, προσπαθώντας να μεταφερθώ νοερώς στην εποχή, που μόνο ο βασιλιάς και το στενό οικογενειακό περιβάλλον του μπορούσαν να πατήσουν εκεί μέσα. Ήταν μια εποχή, απ' ότι ξέρω, που ο βασιλιάς ίσχυε ως ο ανώτατος άρχοντας και εξουσιαστής γης και ανθρώπων και του αποδίδονταν θεϊκές ιδιότητες. Ήξερα επίσης, ότι υπήρχε παράδοση στη νοτιοανατολική Ασία, η οποία είχε μεταφερθή από τους Μαλαίους και στα νησιά της Πολυνησίας, κατά την οποία το άγγιγμα του βασιλιά ή ακόμη και το να τον δης στα μάτια, ισοδυναμούσε με καταδίκη σε θάνατο.

Πρόσεξα ότι στο κέντρο του μεγάλου, χωρίς χωρίσματα, χώρου, υπήρχε ένα ξύλινο δοκάρι με γύρω στα δέκα ζεύγη κέρατα από νεροβούβαλο περασμένα το ένα επάνω στο άλλο. Ο οδηγός μας εξήγησε, ότι ισοδυναμούν με τον αριθμό των γεναιών που πέρασαν από το παλάτι τούτο.

Συνεχίζοντας το δρόμο μας, ο καιρός γίνεται πάλι βροχερός και οι συνθήκες οδηγήσεως στον δύσβατο δρόμο χειροτερεύουν. Ο οδηγός μας λέει, ότι μας έφερε επίτηδες από τον παλιόδρομο, γιατί ήταν η τοποθεσία γραφικότερη. Από τον μεγάλο δρόμο θα ερχόμασταν στην επιστροφή. Το τοπίο έχει πράγματι απαράμιλλη ομορφιά. Είναι αυτό που εγώ, από τις περιγραφές, έχω φαντασθή ως Σουμάτρα. Ένα ορεινό τοπίο, κυριολεκτικά σκεπασμένο με πυκνά δάση. Ο δρόμος είναι, στο μεγαλύτερο μέρος του, πλαισιωμένος από πανύψηλα δένδρα, τα οποία στις κορυφές τους ενώνονται σχηματίζοντας σκοτεινές στοές. Στις άκρες του δρόμου υπάρχει πυκνή βλάστηση, η οποία κυρίως αποτελείται από διάφορες μικρές και μεγάλες φτέρες.

Κάποια στιγμή αρχίζει να ακούγεται ένας περίεργος θόρυβος στον πίσω δεξιό τροχό του αυτοκινήτου και όλοι καταλαβαίνουμε, ότι έχουμε "μείνει" από λάστιχο. Ο Adi κάτι μουρμουρίζει στον οδηγό, και μετά στρέφεται σε μας και ζητάει συγνώμη για το ... ατύχημα. Συγχρόνως μας διαβεβαιώνει ότι έχουμε ρεζέρβα, ότι γρήγορα θα αντικαταστήσουμε το σκασμένο λάστιχο και θα συνεχίσουμε το ταξίδι. Εμείς κάθε άλλο παρά έχουμε στενοχωρηθή, γιατί από ώρα λέγαμε να του προτείνουμε -παρά το ότι είχε αυστηρά προγραμματίσει το χρόνο μας- να σταματήσουμε, έστω και για λίγο, για να αισθανθούμε από κοντά και να αγγίξουμε την απίθανη αυτή φύση. Το πράγμα όμως ήρθε από μόνο του...

Βγήκαμε από το αυτοκίνητο επιφυλακτικοί στην αρχή. Κατόπιν αρχίσαμε σιγά-σιγά και με προσοχή να απομακρυνόμαστε, αφήνοντας τον Adi μαζί με το σοφέρ να αποκαταστήσουν τη ρόδα. Στα πρώτα μας βήματα είχαμε πράγματι τα μάτια μας και τ' αυτιά μας σε συναγερμό, μήπως δούμε ή ακούσουμε την παραμικρή ύποπτη κίνηση. Δεν ξεχνούσαμε αυτά που μας δίδαξε η προετοιμασία του ταξιδιού. Δεν έπρεπε να αγνοήσουμε το γεγονός, ότι ένας περίπατος σ' ένα βουνό ή σε ένα δάσος της Ευρώπης, μια εκδρομή σε ένα φαράγγι ή μια πορεία σε μια ρεματιά με πλατάνια στην Ελλάδα, που κάθε ένας μας κάνει χωρίς να το πολυσκεφθή, δεν είναι το ίδιο με έναν περίπατο σ' ένα αντίστοιχο μέρος στην Ινδονησία. Δεν έπρεπε να ξεχνούμε, ότι όσο αθώο και ειρηνικό να φαίνεται ένα τοπίο σ' αυτά τα παρθένα μέρη εδώ κάτω, είναι δυνατόν να κρύβη κάθε λογής κινδύνους.

Στα ποτάμια της Σουμάτρα μπορεί να παραμονεύουν κροκόδειλοι, ενώ στα δάση γλιστρούν αθόρυβα λεοπαρδάλεις και τίγρεις. Αν και των τελευταίων ο αριθμός δυστυχώς έχει δραματικά μειωθή, δεν παύουν να αποτελούν μία υπαρκτή απειλή.

Θυμάμαι όταν πήγαμε στο ινδονησιακό προξενείο στην Αθήνα, για να μάθουμε διάφορες πληροφορίες σχετικώς με το ταξίδι, βρήκαμε στο γραφείο του προξένου τη γραμματέα του -μια χαριτωμένη Ιαβανέζα με σπασμένη ελληνική προφορά, που έμοιαζε αρκετά με την προφορά των τσιγγάνων- και έγινε ο εξής διάλογος:

• Πόσο ακίνδυνο είναι στην Ινδονησία, π.χ. το να πας από ένα χωριό σε ένα άλλο με τα πόδια, για να χαρής το τοπίο, περνώντας από ακατοίκητα μέρη;

• Ντεν καταλαμπένω τι τα πει επικίντινο! Απλά πας, είπε και σήκωσε τους ώμους της με μια τσαχπίνικη κίνηση

• Μα δεν υπάρχει κίνδυνος από τις τίγρεις, τους πάνθηρες, τις μαλαϊκές αρκούδες; Ρώτησα με απορία.

• Μα και σε σας εντώ στην επαρκία ντεν γκυρνάνε παντού γκατιά και σκυλιά; Νύκτα ντύσκολο γκια σας... μέρα ντεν πειράζουν.


Κατάλαβα..., είπα μέσα μου, αν οι άνθρωποι εκεί έχουν τόσο εξοικειωθή μ' αυτά τα ζώα, όπως εμείς με τα γατιά και τα σκυλιά, θα πρέπει να αναλάβουμε μόνοι μας την προστασία μας. Πολύ αργότερα, όταν βρέθηκα με μια μετάθεση να ζήσω και να εργασθώ για κάποιο διάστημα στην Καστοριά, έπρεπε να αναθεωρήσω την άποψη, ότι στην Ελλάδα είναι τόσο ακίνδυνο να περιπλανιέσαι στα βουνά. Τα δάση του Βερμίου, του Βιτσίου και της Κλεισούρας είναι π.χ. γεμάτα αρκούδες, λύκους και αγριογούρουνα. Ο ίδιος δεν έτυχε να συναντήσω τίποτα απ' αυτά, παρ' ότι βρέθηκα αρκε
τές φορές και με χιόνια να περιδιαβαίνω τα όμορφα αυτά μέρη, άκουσα όμως αναρίθμητες ιστορίες από τους συνοδούς μου και από φίλους κυνηγούς.

Απομακρυνόμενοι από το αυτοκίνητο, απομακρύνονταν σιγά-σιγά και οι μακάβριες σκέψεις, ότι θα μπορούσαμε να γίνουμε τροφή κάποιου πεινασμένου θηρίου. Εμείς οι ίδιοι, προσπαθούσαμε να διασκεδάσουμε το φόβο μας, λέγοντας ο ένας στον άλλο δικαιολογίες, που "έπειθαν" για την έλλειψη κινδύνου, με σκοπό να μην παρασυρθούμε σε μια υποχώρηση, από την απ'ευθείας επαφή με την ατόφια φύση της Σουμάτρα.


• Θύμιο, άμα ήταν επικίνδυνο, θα μας έλεγε κάτι ο Αdi

• Ναι έτσι νομίζω κι εγώ. Άλλωστε, τα άγρια θηρία δεν επιτίθενται, έτσι χωρίς λόγο, στον άνθρωπο. Τις περισσότερες φορές τον φοβούνται.
Έτσι ξεχαστήκαμε και βαλθήκαμε να παρατηρούμε το κάθε τι. Ο δρόμος ήταν χαραγμένος σε μια κατάφυτη πλαγιά. Στην κατεύθυνση που ταξιδεύαμε, στο αριστερό μέρος του δρόμου, ανέβαινε το έδαφος αρκετά απότομα, ώστε η πλούσια σε είδη χλωρίδα να παρουσιάζεται εμπρός στα μάτια μας σαν σε έκθεση ανθοπωλείου. Ο Γιάννης ανακάλυψε επάνω στα φυλλώματα ενός άγνωστου φυτού μία μικρή αράχνη, που είχε χρυσοπράσινο χρώμα -όμοιο μ' αυτό που έχουν οι δικές μας χρυσόμυγες- και βάλθηκε να τη βιντεοσκοπή. Εγώ κοιτάζοντας τα διάφορα είδη φυτών, ανακάλυψα ένα είδος μιμόζας, η οποία μόλις την άγγιζες, όχι μόνο έκλεινε τα φύλλα αλλά αποτραβούσε ολόκληρα κλαριά μακρυά σου.

Το βρήκαμε πολύ διασκεδαστικό και βαλθήκαμε να παίζουμε μ' αυτήν ασταμάτητα, ώστε δεν αντιληφθήκαμε ότι η επισκευή είχε τελειώσει και ο -πάντα γελαστός Αdi- ήρθε να μας το αναγγείλη. Μας είπε και το τοπικό όνομα του φυτού αυτού. Λέγεται: "Putri malu".

Προτού φύγουμε, είχα την ιδέα να πάρω μία χούφτα χώμα από το υγρό έδαφος με μια μικρή φτέρη μέσα και να το μεταφέρω στην Αθήνα μέσα σε μία nylon σακκούλα. Η φτέρη δεν επιβίωσε, αλλά το έδαφος περιείχε, φαίνεται, ένα σωρό σπόρους, οι οποίοι φύτρωσαν, όταν έβαλα το χώμα αυτό σε μια γλάστρα. Από αυτά αναπτύχθηκαν μόνο δύο άγνωστα φυτά, τα οποία έχω μέχρι σήμερα.

Ο δρόμος αρχίζει να κατηφορίζη και ανάμεσα στους κορμούς των δένδρων, που ορθώνονται στα πλάγια του δρόμου, φαίνεται πλέον η λίμνη Toba με τη νήσο Samosir στο μέσο. Τα ήρεμα νερά της, οι γεμάτες ελιγμούς ακρογιαλιές της, το βροχερό, θλιμμένο και με πολλά πεύκα τοπίο θυμίζουν νορβηγικό φιόρδ.

Είναι απόγευμα πλέον, γύρω στις 5.30', όταν φθάνουμε στο πορθμείο. Είχαμε μάλιστα αμφιβολία αν θα προλαβαίναμε το τελευταίο ferry, αλλά στην Ινδονησία, όπως διαπιστώσαμε και αργότερα, δεν υπάρχει ποτέ πρόβλημα. Όλα τα προβλήματα, ακόμη και αυτά που φαίνονται αδύνατα, κάποια στιγμή λύνονται σαν από μόνα τους. Το ferry boat απλώς είναι εκεί και μας περιμένει.

O Αdi μας οδηγεί σε ένα υπέρπολυτελές ξενοδοχείο, το οποίο δεν απέχει πολύ, από το μέρος που αποβιβαστήκαμε, το Τoba Beach Hotel. Είναι ένα συγκρότημα σε σχήμα πετάλου με το ανοικτό μέρος προς την ακτή, το οποίο αποτελείται από διόροφα λευκά κτίσματα με μαύρη στέγη. Κάθε όροφος αποτελείται από μια σειρά από μικρές σουίτες, με μια βεράντα εμπρός προς το εσωτερικό του πετάλου, το οποίο είναι στρωμένο με γρασίδι. Υπάρχει και μια υπαίθρια σάλα, σκεπασμένη με ένα στέγαστρο από φύλλα ζαχαροφοίνικα, το οποίο στηρίζεται σε σκαλιστές κολώνες, προφανώς για να προφυλάσση από τις απότομες βροχές και τον μεσημεριανό Ήλιο. Όλη η γύρω περιοχή μοιάζει με περιποιημένο πάρκο...

Είναι μια θαυμάσια δροσερή βραδιά, και η έντονη παρουσία του τουριστικού κόσμου, δίνει μια εορταστική ατμόσφαιρα. Πήγαμε στο δωμάτιό μας, φρεσκαριστήκαμε με ένα μπάνιο, φορέσαμε ό,τι καλύτερο είχαμε για να καθίσουμε στις πολυτελείς πολυθρόνες και τα τραπέζια από μπαμπού της υπαίθριας σάλας, με τον εξ' ίσου καλοντυμένο, υψηλού επιπέδου τουριστικό κόσμο, που φιλοξενούσε το ξενοδοχείο. Φαίνεται η περιοχή της λίμνης Τoba θεωρείται ως θέρετρο υψηλού τουρισμού και βρεθήκαμε κι εμείς -παρείσακτοι εκεί- σε κάποιο διάλειμμα της περιπετειώδους πορείας μας.
Εκεί μας περίμεναν νέες γευστικές απολαύσεις (η ποικιλία φαγητών είναι πράγματι αστείρευτη σ' αυτές τις χώρες). Απίθανες γλυκόξυνες καυτερές και αρωματικές σάλτσες, συνόδευαν τα καινούργια φαγητά. Αυτή τη φορά ήταν σουβλάκια από κοτόπουλο σε σάλτσα φιστικιού, ψητό ρύζι με διάφορα αρωματικά λαχανικά και άλλα καρυκεύματα, από τα οποία ξεχώριζε η πιπερόριζα (ginger), φρουτοσαλάτες και ποτά. Πάνω απ' όλα όμως, η πληθωρική, - θα έλεγε κανείς - ινδονησιακή περιποίηση.

Εδώ κάνουμε για πρώτη φορά και τη γνωριμία μας με τα kucing (προφέρεται: κουτσίνγκ). Στην αρχή νομίσαμε ότι για τελετουργικούς ή άλλους λόγους, τους κόβουν την ουρά. Σε λίγο διαπιστώσαμε ότι δεν συμβαίνει σε όλες αλλά σε ποσοστό περίπου 90%. Αναγκαστήκαμε να ρωτήσουμε, για να μας φύγη η απορία.

Έτσι μάθαμε ότι τα kucing, όπως ονομάζονται οι γάτες στην Ινδονησία, δεν έχουν εκ γενετής ουρά ή μάλλον η ουρά τους έχει συνήθως το μέγεθος του δακτύλου ενός ανθρώπου εκτός από λίγες εξαιρέσεις. Ένα γκαρσόνι μας είπε μάλιστα, ότι η δική του γάτα γέννησε προσφάτως δύο γατάκια. Το ένα ήταν με ουρά!

Εγώ που έχω ζήσει τις γάτες από πολύ κοντά, διαπίστωσα και μιά μικρή αλλά υπαρκτή διαφορά συμπεριφοράς σ' αυτές, έναντι εκείνων που έχουμε στην Ευρώπη. Έτσι με το Γιάννη αποφασίσαμε να λέμε, ότι στο ζωικό βασίλειο υπάρχουν οι γάτες και τα kucing.