(λέξη ή μέσα σε φράση) | Σημασία και/ή παράδειγμα χρήσης | | |
εν οίκω | = μέσα στο σπίτι, στο σπίτι Τα εν οίκω μη ενδήμω = τα ενδοοικογενειακά μην τα κοινολογείς {μην τα κάνεις βούκινο}! | | |
εν οις | = ανάμεσα στους οποίους Πολλοί από τους διαφωνούντες, εν οις και ο Γιώργος, σηκώθηκαν κι έφυγαν. | | |
εν ολίγοις | = με λίγα λόγια Εν ολίγοις, αυτά είχα να πω. | | |
εν όλω εν μέρει | = ως σύνολο, συνολικά = ως μέρος, μερικώς Πρέπει να αντικατασταθεί η Ομάδα, εν όλω ή εν μέρει. | | |
εν ομονοία | = με ομόνοια, μονοιασμένοι, με συμφιλίωση, συμφιλιωμένοι Οι διαλεγόμενοι συζητούσαν ήρεμα εν ομονοία και συναινέσει. | | |
εν ονείρω ως εν ονείρω | = σε όνειρο, μέσα σε όνειρο = σαν σε όνειρο, μακριά από την πραγματικότητα, αχνά και απροσδιόριστα Πέρασαν μπροστά από τα μάτια του σκηνές αχνές κι ασύνδετες? ως εν ονείρω. | | |
εν ονόματι | = στο όνομα, βάσει, δυνάμει Εν ονόματι του νόμου, ανοίξτε! | | |
εν όπλοις | = (στα όπλα) = στο στρατό Γειάσου συνάδελφε εν όπλοις | | |
εν όσω = ενόσω | = εφόσον, για όσο Ενόσω ήσουν εσύ παρών, δεν είχα πρόβλημα. | | |
εν ουδεμιά περιπτώσει | = σε καμιά περίπτωση δεν, ποτέ δεν Μην το συζητάς. Εν ουδεμιά περιπτώσει θα υποκύψω | | |
εν όψει | = εν αναμονή, σε αναμονή, περιμένοντας = σε θέση ορατότητας Γυαλίσαμε το σύμπαν εν όψει της επιθεώρησης του στρατηγού. Εχθρός εν όψει ! | | |
εν παντί και πάντοτε | = σε κάθε περίπτωση. Ξέρεις πόσο είμαι σταθερός στην άποψή μου. Θα την υποστηρίζω ενπαντί και πάντοτε. | | |
εν παντί καιρώ, εν πάση ώρα | = οποτεδήποτε | | |
εν παραλλήλω, εν σειρά | = παράλληλα = σε σειρά (τρόπος σύνδεσης ηλεκτρονικών εξαρτημάτων ή διατάξεων, σε μεταξύ τους σχέση ή σε σχέση με άλλα στοιχεία ενός ηλεκτρικού/ηλεκτρονικού κυκλώματος) Σύνδεση αντιστάσεων εν παραλλήλω {μεταξύ τους}. Σύνδεση αμπερομέτρου εν σειρά {με πηγή ή άλλο στοιχείο σε κλάδο κυκλώματος} | | |
εν παρόδω | = (σε πάροδο) = σε παρένθεση, παρενθετικά Ειρήσθω εν παρόδω (= ας λεχθεί παρενθετικά). Ειρήσθω εν παρόδω ότι ο περι ου ο λόγος είναι και μέλος του κόμματος. (είρημαι: παθητικός παρακείμενος του λέγω, προστακτική: είρησο, ειρήσθω, ...) | | |
εν πάση ειλικρινεία | = με κάθε ειλικρίνεια | | |
εν πάσηπεριπτώσει | = τέλος πάντων, ό,τι κι αν γίνει, πάντως Εν πάση περιπτώσει, είναι δικαίωμά σου να έχεις τη γνώμη σου. | | |
εν πενία | = σε φτώχεια, φτωχά Ζει εν πενία. | | |
εν πεποιθήσει | = με πεποίθηση, πεπεισμένος Είμαι εν πλήρει πεποιθήσει ότι το πραγματικό γεγονός δεν έγινε έτσι. | | |
εν περιλήψει, εν εκτάσει | = σε περίληψη, περιληπτικά = σε έκταση, εκτεταμένα Στην έκθεση περιγράφεται το συμβάν καταρχήν εν περιλήψει και στη συνέχεια εν εκτάσει | | |
εν περιπτώσει, εν η περιπτώσει | = σε περίπτωση που, αν τύχει και, αν συμβεί να Εν η περιπτώσει εμφανιστεί ο Γιώργος, τί κάνουμε; | | |
εν περισσεία | = με περίσσεια (+γεν.) Η αντίδραση γίνεται με θειικό οξύ εν περισσεία (... με περίσσεια θειικού οξέος) | | |
εν πλείστοις | = με πάρα πολλούς Εν πλείστοις όσοις λόγοις | | |
εν πλήρει εξαρτύσει | = με πλήρη εξάρτυση, με όλα τα ατομικά είδη του στρατιώτη, με όλα τα συμπράγκαλα Η μονάδα έκαμε πορεία 20 χλμ. εν πλήρει εξαρτύσει | | |
εν πλήρει συνειδήσει | = με πλήρη συνείδηση Έκαμε ό,τι έκαμε εν πλήρει συνειδήσει | | |
εν πλω | = κατά τον πλου, κατά τη διάρκεια της πλεύσης, πλέοντας Εν πλω προς Περαιά = Πλέοντας προς τον Πειραιά. Το συμβάν έγινε εν πλω. | | |
εν πνεύματι | = με πνεύμα, πνευματικά Πνεύμα ο Θεός και τοις προσκυνούσιν Αυτόν εν πνεύματι και αληθεία δει προσκυνείν (από το Ευαγγέλιο). | | |
εν πολεμική διαθεσιμότητι | = σε πολεμική διαθεσιμότητα, διαθέσιμος σε περίπτωση πολέμου | | |
εν πολέμω | = σε πόλεμο, στον πόλεμο Οι μαρτυρίες των στρατιωτών αποκαλύπτουν το πραγματικό πρόσωπο του πολέμου, την εικόνα του ανθρώπου εν πολέμω. | | |
εν πολλαίςαμαρτίαις | = (σε πολλές αμαρτίες) Θεωρείται από πολλούς ως ενπολλαίς αμαρτίαις περιπεσούσα γυνή (λέγεται ως παραλληλισμός προς την Μαγδαληνή για να υποδηλώσει «μετανοημένον άνθρωπο», ανάλογο προς το «μετανοούσα Μαγδαληνή») | | |
εν πολλοίς | = ανάμεσα σε πολλά (άλλα) Εν πολλοίς, συνέβη και ένα ατύχημα. | | |
εν πομπή και παρατάξει | = (με πομπή και παράταξη) = πανηγυρικά, με επισημότητα Οι καλεσμένοι τον υποδέχτηκαν εν πομπή και παρατάξει. | | |
εν προκειμένω | = επί του προκειμένου = σχετικά με αυτό που λέμε, σχετικά με το θέμα μας Εν προκειμένω, ποια είναι η γνώμη σου; | | |
εν πρώτοις | = πρώτα-πρώτα, καταρχήν, καταρχάς Εν πρώτοις, εγώ δεν μίλησα σε σένα! | | |
εν πτήσει | = κατά τη διάρκεια πτήσης, πετώντας Γευματίσαμε δύο φορές εν πτήσει ώσπου να φτάσουμε στην Αθήνα. | | |
εν ριπή οφθαλμού | = (με το ρίξιμο του βλέμματος, σε μια ματιά) = αστραπιαία Αντέδρασε εν ριπή οφθαλμού | | |
εν σειρά, εν παραλλήλω | = σε σειρά = παράλληλα (τρόπος σύνδεσης ηλεκτρονικών εξαρτημάτων ή διατάξεων, σε μεταξύ τους σχέση ή σε σχέση με άλλα στοιχεία ενός ηλεκτρικού/ηλεκτρονικού κυκλώματος) Σύνδεση αντιστάσεων εν σειρά. Σύνδεση βολτομέτρου ενπαραλλήλω | | |
εν σοφία | = με σοφία, σοφά (Ο Θεός) πάντα εν σοφία εποίησε = (ο Θεός) κατασκεύασε σοφά τα πάντα. | | |
εν σπέρματι | = σε σπέρμα, ως σπέρμα, ως σπόρος, σε αρχικό στάδιο Υπάρχει εν σπέρματι η αμφιβολία στην όλη υπόθεση, άσχετα από το ποια τροπή θα πάρει. | | |
εν σπουδή | = (σε σπουδή, βιασύνη) = βιαστικά, γρήγορα-γρήγορα, μάνι-μάνι Αποκρίθηκε εν σπουδή, σαν να τον κυνηγούσαν | | |
εν στάσει | = (σε στάση) = σταματημένος, στάσιμος Το ένα από τα αυτοκίνητα που συγκρούστηκαν ήταν ενστάσει | | |
εν στενώ κύκλω εν κλειστώ κύκλω | = σε στενό κύκλο, σε κλειστό κύκλο, σε περιορισμένο αριθμό ανθρώπων Ο γάμος τους έγινε εν στενώ οικογενειακώ κύκλω. | | |
εν στολή | = με στολή, ένστολος Ήταν εκεί τρεις αξιωματικοί εν στολή και δυο άλλοι με πολιτικά | | |
εν στύσει | = σε στύση Ο φαλλός ήταν ομοίωμα ανδρικού γεννητικού μορίου εν στύσει και αποτελούσε σύμβολο της γονιμότητας. | | |
εν συγκρίσει με, εν συγκρίσειι προς | = σε σύγκριση με Όταν το α είναι πολύ μεγαλύτερο εν συγκρίσει με το β το πηλίκο β/α είναι πρακτικά αμελητέα ποσότητα. | | |
εν συμπεράσματι | = (σε συμπέρασμα) = συμπερασματικά | | |
εν συνδυασμώ | = σε συνδυασμό, σε σύνδεση Το γραπτό του εν συνδυασμώ και με την προφορική του απόδοση δείχνει πολύ συγκροτημένο μαθητή. | | |
εν συνεχεία | = στη συνέχεια, αμέσως μετά Εν συνεχεία, εκφωνήθηκε ο πανηγυρικός της ημέρας | | |
εν συνόλω, εν τω συνόλω | = σε σύνολο, ως σύνολο, συνολικά Εν τω συνόλω του το βιβλίο ήταν πολύ ενδιαφέρον. | | |
εν συνόψει | = σε περίληψη, συνοπτικά, περιληπτικά, συνοψίζοντας Εν συνόψει, η υπόθεση ήταν φιάσκο. | | |
εν συντομία | = (σε συντομία) = σύντομα (= με σύντομο τρόπο) Η όλη περιγραφή έγινε εν συντομία | | |
εν συντομογραφία | = σε συντομογραφία, συντομογραφημένος, συντομογραφημένα Το Ελληνικό Κέντρο Παραγωγικότητας, εν συντομογραφία: ΕΛΚΕΠΑ, δεν υπάρχει σήμερα. | | |
εν σχέσει | = σε σχέση Εσύ έχεις πολύ λιγότερες υποχρεώσεις εν σχέσει με εμένα. | | |
εν σώματι | = (σαν ένα σώμα) = σύσσωμα, όλοι μαζί, σύσσωμος Ολόκληρο το ΔΣ πήγε εν σώματι στο Υπουργείο. | | |
εν τάξει, εντάξει εν αταξία | = (στην τάξη) = τακτοποιημένος, σωστός, κανονικός (επίθ. και επίρρ.) = σε αταξία, όχι σωστά ή κανονικά Εγώ είμαι εντάξει. Αυτός που είναι εν αταξία είσαι εσύ. | | |
εν ταυτώ | = και τα δύο μαζί (σε ένα) | | |
εν τάφω | = στον τάφο, στο μνήμα Η ζωή εν τάφω κατετέθης Χριστέ...= Εσύ που είσαι η ζωή σε τάφο τοποθετήθηκες, Χριστέ ... (από τη λειτουργία των Παθών) | | |
εν τάχει | = (στα) γρήγορα, ταχέως Πες ό,τι έχεις να πεις εν τάχει | | |
εν τέλει, εντέλει εν αρχή | = στο τέλος, τελικά ή για να τελειώνουμε = στην αρχή Εν τέλει, αποδέχθηκε την ήττα του. Εντέλει, θά 'ρθεις ή όχι; | | |
εν τελευταία αναλύσει | = σε τελευταία ανάλυση, τέλος πάντων, για να τελειώνουμε Εν τελευταία αναλύσει, η ευθύνη είναι δική σου. | | |
εν τη απουσία εν απουσία | = κατά την απουσία Η όλη ενέργεια εξελίχθηκε εν τη απουσία μου. | | |
εν τη αφελεία | = στην αφέλεια (απλότητα, απλοϊκότητα, αγαθοσύνη ...) Εν τη αφελεία του αποκάλυψε το μυστικό. | | |
11 October 2007
Δοτικές στην καθομιλουμένη III
(συνέχεια από προηγούμενο)
του Kώστα Bαλεοντή, προέδρου ΕΛΕΤΟ