(λέξη ή μέσα σε φράση) | Σημασία και/ή παράδειγμα χρήσης | | |
αβρόχοις ποσί(ν) | = (με άβρεχτα πόδια), άκοπα ή χωρίς ζημιά, χωρίς να κοστίσει τίποτα Πέρασε το μάθημα αβρόχοις ποσίν. | | |
εν ειρήνη | = σε ειρήνη, ειρηνικά, με ειρήνη Πορεύου εν ειρήνη = προχώρα ειρηνικά, πήγαινε με γαλήνη στην ψυχή (από το Ευαγγέλιο) | | |
εν εκκλησίαις | = σε εκκλησίες, σε συναθροίσεις Εν εκκλησίαις ευλογείτε τον Θεόν (από τη Θεία λειτουργία). | | |
εν εκκρεμότητι | = σε εκκρεμότητα | | |
εν εκτάσει, εν περιλήψει | = σε έκταση, εκτεταμένα = σε περίληψη, περιληπτικά Στην έκθεση περιγράφεται το συμβάν καταρχήν ενπεριλήψει και στη συνέχεια εν εκτάσει | | |
εν Ελλάδι | = στην Ελλάδα | | |
εν εναντίαπεριπτώσει | = σε ενάντια περίπτωση, σε αντίθετη περίπτωση, αντιθέτως Εν εναντίαπεριπτώσει, θα έχουμε σύγκρουση | | |
εν ενεργεία | = σε ενεργό υπηρεσία {όχι σε παύση, όχι σε σύνταξη} Είναι ακόμα εν ενεργεία, ενώ εγώ πήρα σύνταξη | | |
εν ενί λόγω | = με μια λέξη, συνοπτικά Εν ενί λόγω, αποτυχία. | | |
εν ενί στόματι | = με ένα στόμα, όλοι μαζί Απάντησαν ταυτόχρονα εν ενί στόματι. | | |
εν εξάλλω καταστάσει | = σε έξαλλη κατάσταση, έξαλλος, έξω φρενών Είδα έναν Πέτρο εν εξάλλω καταστάσει, με το ζόρι τον κρατούσαν να μην ορμήσει και τα κάνει όλα γυαλιά καρφιά. | | |
εν εξάρσει | = σε έξαρση, σε έντονη κλιμάκωση, σε φούντωμα Ο εθνικισμός και η ξενοφοβία είναι εν εξάρσει και σήμερα. | | |
εν εξελίξει | = σε εξέλιξη Το φαινόμενο είναι ακόμα εν εξελίξει. | | |
εν επαρκεία εν ανεπαρκεία εν αφθονία | = σε επάρκεια, επαρκής, επαρκώς = σε ανεπάρκεια, ανεπαρκής, ανεπαρκώς = (σε αφθονία) = αφθόνως, άφθονος Υπάρχουν και πόροι που δεν είναι ενεπαρκεία. Στους εν ανεπαρκεία πόρους ανήκει και το φάσμα συχνοτήτων στις ραδιοεπικοινωνίες. Στο περιβόλι υπάρχουν φρούτα εναφθονία. | | |
εν επιγνώσει | = με επίγνωση, ενσυνείδητα Φέρθηκε έτσι εν επιγνώσει του τι θα επακολουθούσε. | | |
εν επιφυλακή | = σε επιφυλακή, σε ετοιμότητα για δράση Όλες οι στρατιωτικές δυνάμεις της περιοχής είναι εν επιφυλακή. | | |
εν εσχάτη ανάγκη | = σε έσχατη ανάγκη, σε τελευταία ανάγκη | | |
εν εσχάτη περιπτώσει | = σε έσχατη περίπτωση, σε τελευταία περίπτωση | | |
εν έτει | = στο έτος, τη χρονιά Εν έτει 2002 γίνονται τέτοια πράγματα! | | |
εν ευθέτω χρόνω | = (σε εύθετο χρόνο) = σε κατάλληλο χρόνο, αργότερα Θα ασχοληθούμε και με αυτό ενευθέτωχρόνω | | |
εν ευθυμία | = σε ευθυμία Όταν πήγα εγώ, η παρέα ήδη τελούσε εν ευθυμία. | | |
εν εφεδρεία | = σε εφεδρεία Μετά την απόλυσή του ο στρατιώτης τελεί εν εφεδρεία για πολλά χρόνια, η κατάσταση της οποίας ενδεικνύεται από το χρώμα του απολυτηρίου του. | | |
εν ζωή | = στη ζωή, όντας ζωντανός Είναι εφτά αδέρφια, όλα εν ζωή. Έκαμε το κτήμα δωρεά εν ζωή στα παιδιά του | | |
εν η περιπτώσει, εν περιπτώσει | = σε περίπτωση που, αν τύχει και, αν συμβεί να Εν η περιπτώσει εμφανιστεί ο Γιώργος, τί κάνουμε; | | |
εν ηρεμία εν διεγέρσει | = σε ηρεμία, ανενεργός = σε διέγερση Ο ηλεκτρονόμος (ή ρωστήρας) είναι ρυθμιστική ηλεκτρονική διάταξη που μπορεί να είναι εν ηρεμία ή εν διεγέρσει, ανάλογα με το αν διαρρέεται από ηλεκτρικό ρεύμα ή όχι. Ηφαίστειο εν ηρεμία. | | |
εν θαλάσση | = στη θάλασσα | | |
εν θερμώ εν ψυχρώ | = σε θερμή κατάσταση (με παροχή θερμότητας) = σε έξαψη (όχι ψύχραιμα) = ψύχραιμα και χωρίς κανένα δισταγμό = σε ψυχρή κατάσταση Αντίδραση με θειικό οξύ ενθερμώ. Μην παίρνεις ποτέ αποφάσεις εν θερμώ. Τον εκτέλεσε εν ψυχρώ. | | |
εν ιατρείω | = στο ιατρείο Επίσκεψη εν ιατρείω {χαρακτηρισμός επίσκεψης ασθενούς στο ιατρείο του γιατρού}. | | |
εν ισχύι | = σε ισχύ, σε εφαρμογή, ισχύων (ισχύουσα, ισχύον) Κάθε κοινοτικό νομοθέτημα τίθεται επίσημα εν ισχύι σε κάθε κράτος μέλος (της Ευρωπαϊκής Ένωσης), με την έκδοση αντίστοιχου εναρμονιστικού εθνικού νομοθετήματος. Το εν ισχύι νομικό καθεστώς (= το ισχύον νομικό καθεστώς). | | |
εν καιρώ | = αργότερα, κάποτε (στο μέλλον) Θα τα πούμε εν καιρώ. | | |
εν καιρώ ειρήνης, εν καιρώ πολέμου | = σε καιρό ειρήνης, σε περίοδο ειρήνης, στην ειρήνη = σε καιρό πολέμου, σε περίοδο πολέμου, στον πόλεμο. | | |
εν καιρώ τωδέοντι | = όταν θα έρθει η κατάλληλη στιγμή Το ζήτημα που έθεσες θα συζητηθεί ενκαιρώτωδέοντι. | | |
εν καταδύσει | = σε κατάδυση, βυθισμένος Το υποβρύχιο διάσχισε τη διώρυγα ενκαταδύσει. | | |
εν κατακλείδι | = τελειώνοντας, κλείνοντας (κατακλείδα = τελευταίο μέρος του λόγου, επίλογος) Εν κατακλείδι, όπως έχουν τα πράγματα, η λύση είναι δύσκολη. | | |
εν κενώ | = σε κενό (αέρος), απουσία αέρος = χωρίς φορτίο, χωρίς φόρτο (τεχνολογία) Ηλεκτρική εκκένωση εν κενώ. Η μηχανή κάνει περισσότερο θόρυβο όταν λειτουργεί υπό φορτίο από όσον όταν λειτουργεί εν κενώ. | | |
εν κινδύνω | = σε κίνδυνο, κινδυνεύοντας θέτω εν κινδύνω = θέτω σε κίνδυνο, διακινδυνεύω Όχι μόνο η φύση, αλλά και η ανθρώπινη φύση σήμερα είναι εν κινδύνω. Με αυτόν τον τρόπο θέτειςενκινδύνωτη σωματική σου ακεραιότητα. | | |
εν κινήσει | = σε κίνηση Δεν πρέπει να μετακινούνται οι επιβάτες όταν το όχημα είναι ενκινήσει. | | |
εν κρυπτώ | = κρυφά, στα κρυφά εν κρυπτώ και παραβύστω = απόκρυφα και μυστικά (παράβυστος = απόμερος, απόκρυφος, μυστικός) Ούτε που το πήρε κανένας είδηση. Όλα έγιναν ενκρυπτώκαιπαραβύστω | | |
εν λειτουργία | = σε λειτουργία Όλος ο εξοπλισμός είναι εν λειτουργία. | | |
εν λεπτομερεία | = με λεπτομέρειες, λεπτομερώς, λεπτομερειακά | | |
εν λευκώ | = (με λευκή - ανύπαρκτη - δέσμευση) = ελεύθερα, χωρίς κανέναν περιορισμό, χωρίς όρους Σε εξουσιοδοτώ εν λευκώ να χειριστείς το θέμα όπως νομίζεις | | |
εν λόγω | = ο περί ου ο λόγος, ο υπόψη ο εν λόγω υπάλληλος είναι σε κανονική άδεια | | |
εν μέρει εν όλω, εν συνόλω, εν τω συνόλω | = ως μέρος, μερικώς = ως σύνολο, συνολικά Πρέπει να αντικατασταθεί η Ομάδα, εν όλω ή εν μέρει. Έχεις εν μέρει δίκιο. | | |
εν μέση οδώ | = στη μέση του δρόμου, καταμεσής του δρόμου | | |
εν μέσω, εν τω μέσω | = στη μέση, ανάμεσα σε, μέσα σε, περιστοιχιζόμενος από Με τέτοιο πόλεμο που το έκαναν αισθανόταν σαν πρόβατοεν μέσωλύκων. κατάβηκε από το αεροπλάνο και προχώρησε εν μέσω επευφημιών και χειροκροτημάτων. Χαιρέτησε εν μέσω ζητωκραυγών. Ιδού ο νυμφίος έρχεται εν τω μέσω της νυκτός (τροπάριο). | | |
εν μέτρω | = με μέτρο, με περίσκεψη, λελογισμένως Παρακαλώ, όλες οι εκδηλώσεις σας να είναι εν μέτρω, χωρίς τυμπανοκρουσίες και υπερβολές. | | |
εν μιά νυκτί | = μέσα σε μια νύχτα, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα Άλλαξε γνώμη εν μιά νυκτί (Σχόλιο: το «μιά» παίρνει τόνο γιατί είναι δισύλλαβο) | | |
09 October 2007
Δοτικές στην καθομιλουμένη II
(συνέχεια από προηγούμενο)
του Kώστα Bαλεοντή, προέδρου ΕΛΕΤΟ