της Ισμήνης
7. Η χήρα που αγάπησε τον άντρα της μόλις πέθανε
Από προξενιό την πήρε, αλλά την αγάπησε. Όμορφη κοπέλα από καλή οικογένεια, μορφωμένη με την ανάλογη προίκα που μεταφραζότανε σε διαμερίσματα και μετρητά. Έτσι γινότανε τότε. Αλλά κι αυτός είχε το κουμάντο του, μορφωμένος, με καλή θέση και όμορφος. Αλλά πάνω από όλα εκείνο που μέτραγε ήτανε η καλή του καρδιά και το αστείρευτο χιούμορ του. Περιζήτητος στις παρέες.
Από την πρώτη στιγμή που παντρευτήκανε αυτή έκανε κουμάντο μέσα στο σπίτι, της έδωσε κάθε πρωτοβουλία και την άφησε να κάνει ότι θέλει. Τίποτα δεν της στερούσε, τίποτα δεν της έλειψε, για τίποτα δεν της γκρίνιαζε. Με όλα ήταν ευχαριστημένος, ακόμα και με το καμένο φαγητό που συχνά πυκνά του παρουσίαζε, ήταν και κακή μαγείρισσα. Παρόλο που όταν γνώρισε την πεθερά της παρουσίασε το δίπλωμα από την σχολή μαγειρικής της Χ.Ε.Ν και είχε μάλιστα και φωτογραφία με την πριγκίπισσα Ειρήνη που είχε έρθει να δώσει τα διπλώματα αποφοίτησης. Το μόνο στενάχωρο στο γάμο τους ήταν που δεν κατάφεραν να αποκτήσουν παιδιά, αλλά και πάλι αυτός δεν είπε τίποτα δεν παραπονέθηκε για να μην την κάνει να στενοχωριέται. Για υιοθεσία ούτε που το συζήταγαν. Συνεχώς ταξίδευαν σε όλο τον κόσμο, κοσμήματα στόλιζαν τον λαιμό της και τα δάχτυλά της, οι μοδίστρες της έραβαν τα ρούχα στα μέτρα της ακόμη και τα ρομπάκια του σπιτιού, δεν καταδεχότανε τα ετοιματζίδικα. Ειδυλλιακή δεν φαίνεται αυτή η ζωή; Κι όμως δεν ήταν. Όσο καλός ήταν αυτός, τόσο δύστροπή ήταν αυτή. Όσο γελαστός ήταν αυτός, τόσο μουτρωμένη ήταν αυτή. Όσο κοσμικός ήταν αυτός τόσο μονόχνοτη ήταν αυτή. Στις παρέες τούς καλούσαν επειδή αγαπούσαν τον άντρα της, στο δικό τους σπίτι καλούσαν κόσμο επειδή επέμενε αυτός και έπρεπε να ανταποδώσουν τις προσκλήσεις. Ήτανε και ελαφρώς χαζή με την καλή έννοια βέβαια, κοινώς αργόστροφη. Ακόμη και στις περιπτώσεις που έκανε τις γκάφες τις ζωής της, αυτός με την μεγάλη του καρδιά την κάλυπτε και δικαιολογούσε τις βλακείες της, παίρνοντας πάνω του την αιτία που πολλές φορές με την συμπεριφορά της, τους εξέθεταν. Κι όμως με τα έτσι και τα αλλιώς κύλησαν τα χρόνια, που ουσιαστικά δεν άλλαξαν τίποτα, απλά αυτός έγινε πιο παιδί κι αυτή έγινε πιο στρυφνή και πιο δύσκολη. Έβρισκε τρόπους να του χαλάσει την κάθε καλή του διάθεση, φαίνεται κουβαλούσε μέσα της ένα καταστροφικό γονίδιο και ευχαριστιότανε όταν έβλεπε τον άλλον να είναι στεναχωρημένος, ενώ την ίδια βέβαια δεν την άγγιζε τίποτα. Περιφρονούσε αφάνταστα τους κατώτερα κοινωνικά και απαιτούσε από τον άντρα της ούτε καλημέρα να λέει. Το φαντάζεσθε; Κάθε καλοκαίρι να βλέπεις το γείτονα, τον απέναντι και το διπλανό, και να μην τολμάς να του λες καλημέρα, επειδή δεν έχει διδακτορικό; Χαζό ενέβαζε τον άντρα της, ηλίθιο τον κατέβαζε! Την ενοχλούσε ακόμα και το χιούμορ του, τα αστεία του, τα ανέκδοτά του, τα έβρισκέ όλα φτηνά και σαχλά. Καφεδάκι ζήταγε να του φτιάξει να πιει να πάνε κάτω τα φαρμάκια:– Να τον φτιάξεις μόνος σου , του απαντούσε. Ένα ποτήρι νερό ζήταγε: – Να πας να πιεις μόνος σου, του απαντούσε! Κι αυτός; Αυτός τι έκανε; Πώς αντιδρούσε; Την φοβότανε … ναι την φοβότανε! Ήταν άνθρωπός που δεν ήθελε καυγάδες και γκρίνιες και στον βωμό της προσωπικής του ησυχίας τα δεχότανε όλα αυτά. Μια ζωή όμως έτσι, έχει και το τίμημά της … έσκασε ο άνθρωπος, έπαθε εγκεφαλικό. Ακόμα και σ’ αυτή την κατάσταση δεν της έγινε εμπόδιο και αφορμή να βαρυγκωμήσει! Εκεί που ήταν μια χαρά στα 2 του πόδια γελαστός και όλο κέφι ο άνθρωπός, βρέθηκε με συνοπτικές διαδικασίες να τον πάνε οι 4 εις τόπον χλοερό «ένθα απέδρα ου λύπη ου στεναγμός, αλλά ζωή ατελεύτητος» που λένε και οι παπάδες! Στην κηδεία του, μέτραγε τα στεφάνια και πόσοι ήρθαν. Και μετά έμεινε μόνη της. Τότε άρχισαν να καταφθάνουν γράμματα και να δέχεται τηλεφωνήματα από ανθρώπους που μέχρι τότε τους περιφρονούσε και τους αγνοούσε και να της εκθειάζουν το μεγαλείο του άντρα της, να της λένε για την μεγάλη του καρδιά, το αστείρευτο χιούμορ του, το πόσο ανεκτίμητος ήτανε, το πόσο είχε βοηθήσει κόσμο εν αγνοία της και ένα σωρό άλλα καλά βέβαια για τον άντρα της. Συνάδελφοι του επιστήμονες της εκθειάζανε την επιστημονική του κατάρτιση και τη ευρυμάθειά του. Κάτι ταρακουνήθηκε μέσα της. «Αμάν» σκέφθηκε, «είχα δίπλα μου ένα τόσο χαρισματικό άνθρωπο και δεν το είχα καταλάβει;» Της ήρθαν τα πάνω κάτω. «Κι εγώ» αναρωτήθηκε, «τι έκανα τόσο καιρό;» Γιατί δεν κατάλαβα τίποτα από όλα αυτά; Έτσι τον άφησα να φύγει; Κάτι πρέπει να κάνω, σκέφθηκε, κάτι που θα υπερσκελίσει την κακή της συμπεριφορά και να απαλύνει τις τύψεις της. Άρχισε λοιπόν, όπου στεκότανε και όποιον έβρισκε να πλέκει το εγκώμιο του «Πάκη της»! Αχ! τι καλός, τι πονόψυχος, τι χιουμορίστας, τι καλόκαρδος τι …τι…τι… !!!!!! Έκανε 4Ομερα, 3μηνα, 6μηνα, 9μηνα, χρόνο με λειτουργίες και τραπέζια σε κόσμο και κοσμάκη, συγγενείς και φίλους, διπλωματούχους και μη.
Έβρισκε λεφτά στον δρόμο – «ο Πάκης μου, μου τα έστειλε» έλεγε. Της λέγανε να κάνει κάποια επισκευή στο σπίτι της, – «Περιμένω σημάδι από τον Πάκη μου», έλεγε. Την ημέρα της γιορτής του, περίμενε να την πάρουνε και να της πουν χρόνια πολλά (όσο ζούσε ούτε το τηλέφωνο δεν του επέτρεπε να σηκώσει). Γέμισε τα δωμάτια του σπιτιού με φωτογραφίες του από την παιδική του ηλικία μέχρι την τελευταία ημέρα της ζωής του. Έβρισκε ξερά φύλλα στο σκαλοπάτι της,- «Ο Πάκης μου, μου τα έστειλε σαν μήνυμα». Ήρθε επιστροφή φόρου από την εφορεία ; – «Ο Πάκης μου έβαλε το θείο του χεράκι», έλεγε. Χάλασε το φωτάκι του τηλεφωνητή; – «Ο Πάκης μου το έκανε, μου έστειλε μήνυμα». Η ημερομηνία των γενεθλίων του και του θανάτου, είχε γίνει ο ιερός της αριθμός. Και το αποκορύφωμα ήταν, όταν μάζεψε όλα του τα γραπτά που όλα αυτά τα χρόνια είχε γράψει, και μαζί με φωτογραφίες και άλλα ντοκουμέντα από την ζωή του, τα εξέδωσε σε βιβλίο, με ένα διθυραμβικό πρόλογο για τον «Πάκη της» και το έστειλε σε κάθε συγγενή, φίλο, γνωστό, γραμματιζούμενο και αγράμματο! Με το μικρό της το μυαλό κοστολόγησε σε ευρώ την εξαγορά των τύψεων της, όσο δηλαδή κόστισε και η εκτύπωση του βιβλίου.Όσοι την ευχαρίστησαν γραπτώς με ευμενή σχόλια για την πράξη της προς τον θανόντα, τα φωτοτύπησε και σε κάθε οικογενειακή ή φιλική συγκέντρωση τα μοίραζε στους παρευρισκομένους. Δεν έβλεπε αυτούς που ξέρανε και κουνάγανε το κεφάλι τους. Ικανοποιημένη άκουγε μόνο τα λόγια αυτών που δεν ξέρανε: μα πόσο αγαπάει ακόμα τον άντρα της αυτή η γυναίκα και με πόση λατρεία μιλάει για αυτόν, σαν να ζει ακόμα! Αλλά δυστυχώς ο άντρας της δεν την άκουσε ποτέ να του το λέει και ούτε να του το δείχνει! |