04 February 2009

Στα πλοκάμια της παιδοφιλίας

Διαχρονική οπισθοδρομικότητα

(Ι. ΝΙΚΟΛΟΠΟΥΛΟΣ, ΤΟ ΒΗΜΑ, 1/2/2009)

Τα σεξουαλικά σκάνδαλα με την κακοποίηση ανηλίκων από θύτες κληρικούς δεν είναι πρωτόγνωρη υπόθεση για την ελληνική Εκκλησία. Τα τελευταία χρόνια, η εμπλοκή ιερωμένων σε υποθέσεις παιδοφιλίας και σεξουαλικής κακοποίησης έχει συγκλονίσει την κοινή γνώμη, προβληματίσει τα ηγετικά κλιμάκια της Εκκλησίας και απασχολήσει τη Δικαιοσύνη επανειλημμένως.

Μάλιστα, δεν λείπουν και οι περιπτώσεις όπου το Διαδίκτυο με την πληθώρα των ανατριχιαστικών σε περιεχόμενο ιστοσελίδων του αποτελεί το πεδίο δράσης των κληρικών αυτών, που είτε διακινούν είτε παρακολουθούν τέτοιου είδους σκληρό, πορνογραφικό υλικό, όπως στην υπόθεση του αρχιμανδρίτη από τη Μητρόπολη Σπάρτης, ο οποίος συνελήφθη και εν συνεχεία τέθηκε σε καθεστώς προσωρινής κράτησης στον Κορυδαλλό, την περασμένη εβδομάδα. Σε ορισμένες μάλιστα περιπτώσεις, οι καταγγελίες αφορούσαν ακόμη και κληρικούς που εκδίδονταν μέσω ιστότοπων ανάλογου περιεχομένου.

Πριν από δύο μήνες, στις αρχές του περασμένου Δεκεμβρίου, το Μεικτό Ορκωτό Εφετείο Αθηνών καταδίκασε, σε δεύτερο βαθμό, σε ποινή κάθειρξης 11 ετών τον 65χρονο ιερέα Ανδρέα Παπαϊωάννου για τον βιασμό δύο αγοριών. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, ο ιερέας στα μέσα της δεκαετίας του 1990 συμμετείχε σε εκδρομή στο Κάιρο και στην Ιερουσαλήμ, που είχε διοργανωθεί από το πνευματικό κέντρο στο οποίο εκτελούσε χρέη συμβούλου.

Στην ίδια εκδρομή είχαν πάρει μέρος και τα δύο αγόρια, αδέλφια μεταξύ τους, ηλικίας τότε 11 και 10 ετών. Σύμφωνα με τις καταθέσεις των δύο παιδιών, ο ιερέας τα είχε βιάσει στη διάρκεια αυτής της εκδρομής. Ο ίδιος ο Παπαϊωάννου είχε αρνηθεί τις κατηγορίες, χωρίς όμως να πείσει τους δικαστές. Μάλιστα, είχε προξενήσει εντύπωση ότι ο κατηγορούμενος ιερωμένος είχε εμφανιστεί στη διάρκεια της δεύτερης δίκης, μόνο για να απολογηθεί, χωρίς να παρακολουθήσει την υπόλοιπη ακροαματική διαδικασία.

Στη φάση έκδοσης βουλεύματος, με το οποίο θα αποσαφηνίζεται η παραπομπή ή όχι σε δίκη των εμπλεκομένων, βρίσκεται η υπόθεση της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιών στο Ίλιον, που είχε έρθει στο φως της δημοσιότητας τον Δεκέμβριο του 2007. Τότε είχε αποκαλυφθεί ότι η 34χρονη Ειρήνη Τσοπανοπούλου, μαζί με τον σύντροφό της Σπύρο Σουχλέρη , 42 ετών, εξέδιδαν επ΄ αμοιβή τα τρία παιδιά της πρώτης, καθώς και δύο ακόμη ανηλίκους που κατά καιρούς «φιλοξενούσε» η 34χρονη στο σπίτι της.

Ανάμεσα σε εκείνους που κατηγορούνται ότι ασελγούσαν στα παιδιά είναι και ο 65χρονος ιερέας Σωτήρης Παπαδόπουλος , ο οποίος από την πρώτη στιγμή αρνήθηκε όλες τις κατηγορίες. «Με έμπλεξαν δόλια και επαίσχυντα στη βρώμικη αυτή υπόθεση, επειδή τους έκοψα το βοήθημα από τα έσοδα της ενορίας» υποστήριξε τότε ο ιερωμένος. Προσέθετε, μάλιστα, ότι «είχα αντιληφθεί ότι κάτι δεν πήγαινε καλά με τη συγκεκριμένη οικογένεια» αλλά, όπως υποστήριζε, δεν είχε προλάβει να ενεργήσει καταλλήλως.

Τις αιτιάσεις του κληρικού διέψευσαν οι καταθέσεις των παιδιών. «Ο παπα-Σωτήρης, όπως τον είχα γνωρίσει και τον λέγαμε, ερχόταν στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής στο Ίλιον. Εκεί με πήγαινε η μητέρα μου μία φορά την εβδομάδα το διάστημα από την πρώτη έως την τετάρτη δημοτικού» είπε ένα από αυτά. Και συνέχιζε, περιγράφοντας: «Ο παπάς μου έδινε κάποια χρήματα και η μητέρα μου έβγαινε έξω κάνοντας ότι καθάριζε την εκκλησία. Εκείνος μου έβγαζε τα ρούχα... και μετά όταν τελείωνε με έβγαζε έξω και, αφού έδινα τα χρήματα στη μητέρα μου, φεύγαμε». Ο Σ. Παπαδόπουλος αυτή τη στιγμή, όπως και οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι για την υπόθεση, βρίσκεται προσωρινά κρατούμενος στις φυλακές Κορυδαλλού.

Θεϊκή επίκληση

«Στο όνομα του Θεού, σας διαβεβαιώνω,κύριοι δικαστές, ότι είμαι αθώος» ήταν η αποστροφή του ιερέα Πέτρου Παπουτσάκη, τον Ιανουάριο του 2000, στη διάρκεια της απολογίας του ενώπιον του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Χαλκίδας. Ο 82χρονος τότε ιερέας αντιμετώπιζε τη βαρύτατη κατηγορία ότι βίαζε ανήλικα κορίτσια τα οποία είχαν αναζητήσει στέγη, φροντίδα και αγάπη στο ομώνυμο ίδρυμα για ορφανά και άπορα παιδιά, που διηύθυνε ο υπερήλικας ιερωμένος στην Αγία Παρασκευή. Όλα ξεκίνησαν όταν ένα από τα κορίτσια εξομολογήθηκε την αντιμετώπιση που του επεφύλασσε ο Παπουτσάκης σε μία από τις παιδαγωγούς που απασχολούνταν στις σχολικές εγκαταστάσεις του, το 1995.

Ακολούθησαν οι συζητήσεις με πέντε ακόμη οικότροφους, που διατύπωσαν την ίδια κατηγορία. Σύντομα, το θέμα απασχόλησε τη Δικαιοσύνη και ο κληρικός βρέθηκε κατηγορούμενος για βιασμό και απόπειρα βιασμού εις βάρος των έξι κοριτσιών. Στη διάρκεια της πρωτόδικης δίκης, που διεξήχθη κεκλεισμένων των θυρών, ο Παπουτσάκης άκουσε ατάραχος τις καταθέσεις των έξι κοριτσιών. Κατά την απολογία του, ισχυρίστηκε ότι «όλα τα έχουν φανταστεί, με πληρώνουν με αυτό το φρικτό νόμισμα για όσα καλά έχω κάνει για αυτά τα παιδιά». Οι δικαστές καταδίκασαν τον ιερέα σε κάθειρξη 30 ετών, που συγχωνεύθηκε σε 20 έτη.

Ο Παπουτσάκης οδηγήθηκε στις φυλακές, αφέθηκε όμως ελεύθερος σχετικά σύντομα, όταν επικαλέστηκε λόγους υγείας. Εν τω μεταξύ, είχε ασκήσει έφεση. Η δίκη στον δεύτερο βαθμό, δύο χρόνια αργότερα, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ. Ο κατηγορούμενος ιερωμένος επικαλέστηκε ανήκεστο βλάβη της υγείας του που συντελέστηκε το διάστημα της κράτησής του, με αποτέλεσμα να μην ολοκληρωθεί ποτέ η διαδικασία της δίκης.

Όπως επισημαίνουν νομικοί κύκλοι, που ασχολούνται για μακρό χρονικό διάστημα με υποθέσεις σεξουαλικής κακοποίησης ή παρενόχλησης ανηλίκων, οι παραπάνω περιπτώσεις είναι λίγες σε σχέση με τα πραγματικώς συμβαίνοντα κυρίως στην επαρχία. Εκεί όμως επικρατεί ο νόμος της σιωπής, ο φόβος του κοινωνικού στιγματισμού και επέρχεται συνήθως ένας «άκομψος» συμβιβασμός. Εξαίρεση σε αυτόν τον κανόνα, η πρόσφατη υπόθεση σεξουαλικής παρενόχλησης σε χωριό κοντά στο Αγρίνιο.

Δύο εξαδέλφες κατηγόρησαν τον ιερέα του χωριού ότι στη διάρκεια εξομολόγησης τις άρπαξε από το στήθος, κάνοντάς τους αντίστοιχες προτάσεις σεξουαλικού περιεχομένου. Τα κορίτσια κατήγγειλαν το περιστατικό, ο ιερέας καταδικάστηκε προ διμήνου σε τρία χρόνια με αναστολή, αλλά έσπευσε να ασκήσει έφεση, δηλώνοντας την αθωότητά του. «Τις άγγιξα στον ώμο από πατρικό ενδιαφέρον» υποστήριξε στη διάρκεια της απολογίας του.

Ιερωμένος εκδιδόταν στο Διαδίκτυο


«Πότε θα σε συναντήσω, να μου αλλάξει η ζωή;» ήταν η φράση με την οποία ξεκινούσε την προσωπική του ιστοσελίδα αρχιμανδρίτης που πριν από τρία χρόνια σκανδάλισε το Οικουμενικό Πατριαρχείο έπειτα από καταγγελία ότι εκδίδεται μέσω του Διαδικτύου. Η περίπτωση μάλιστα αυτή κατέδειξε την «επιρροή» και τον ρόλο του νέου μέσου επικοινωνίας στην «αποκάλυψη» των ιδιαίτερων προτιμήσεων και μύχιων σκέψεων κληρικών, προκαλώντας πονοκέφαλο στο Φανάρι. Το... σερφάρισμα στην ιστοσελίδα αυτή οδηγούσε κατόπιν τον επισκέπτη σε φωτογραφίες από προσωπικές στιγμές και μία ολόσωμη φωτογραφία του αρχιμανδρίτη με αδαμιαία περιβολή.

Κάτω από αυτήν την πόζα αναγράφονταν οι... εντολές του προς τους ενδιαφερομένους: «Μόνο για ψαγμένους και αποφασισμένους» και «Παρακαλώ, όχι εύσωμοι, τριχωτοί ή θηλυπρεπείς». Ο συγκεκριμένος ιερωμένος είχε, σύμφωνα με πληροφορίες, απασχολήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο και εκκλησιαστικούς κύκλους της Εκκλησίας της Ελλάδος και με την... εξωεκκλησιαστική ζωή του, καθώς καταγγελίες τον ήθελαν τακτικό θαμώνα σε μπαρ όπου σύχναζαν ομοφυλόφιλοι. Στις παρέες του μάλιστα καυχιόταν για τις «υψηλές, εκκλησιαστικές του γνωριμίες», αλλά και τον «τολμηρό του βίο». Υστερα από αυτές τις εξελίξεις, ο αρχιμανδρίτης κλήθηκε να δώσει εξηγήσεις στο Φανάρι, ενώ σύμφωνα με πληροφορίες στην παρούσα φάση υπηρετεί σε εκκλησία του εξωτερικού.