04 May 2008

Αγαπημένε μου ... σύζυγε

8. Ο θρησκόληπτος - Ο τυπολάτρης

της Ισμήνης


Όλες οι κατηγορίες των ανδρών ανέχονται, αλλά αυτή εδώ νομίζω είναι μια από τις χειρότερες. Ο βαθιά θρησκευόμενος, ο φαρισαϊσμός σε όλο του το μεγαλείο, ο προσκολλημένος στους τύπους και του τι θα πούνε οι γύρω μας.

Μεγάλωσε σε επαρχία μέσα σε μία οικογένεια που η μοναδική της απασχόληση κατά κάποιο τρόπο ήταν η εκκλησία. Τι άλλο να κάνεις στην επαρχία πριν κάμποσα χρόνια και μάλιστα σε μικρά μέρη, δεν μιλάμε για Πάτρα, ούτε για Λάρισα. Οι πόλεις αυτές φάνταζαν τεράστιες μπροστά π.χ. στο Αιγίνιο, στη Μεθώνη, στην Οινόη ή στην Χαλκίδα.

Στην επαρχία και δη στις μικρές πόλεις, η ζωή κυλάει με άλλους ρυθμούς και γενικά η συμπεριφορά των ανθρώπων είναι εντελώς διαφορετική από αυτή των κατοίκων των μεγαλουπόλεων που χάνεσαι μέσα στο πλήθος, γίνεσαι ένα με τη μάζα και ουσιαστικά κανένας δεν νοιάζεται για τον διπλανό του.

Στις μικρές πόλεις της επαρχίας
όλοι ασχολούνται με τον διπλανό και ο διπλανός με τον απέναντι και πάει λέγοντας. Σαν την περιφορά του επιταφίου είναι τα κουτσομπολιά. Αρχίζουν από την κυρίαρχο κουτσομπόλα της περιοχής και περιφέρονται με πρόσθετα σχόλια βέβαια και περιγραφές απείρου κάλους, για να καταλήξουν στο ίδιο σημείο, εντελώς παραποιημένα, αλλά εξόχως ενδιαφέροντα. Αν δε στη επαρχία ο γονιός κατέχει και μία εξέχουσα θέση στην κοινωνία, τότε τα πράγματα είναι ακόμα πιο δύσκολα.

Απασχόληση μηδέν, εκτός από το σχολείο για τα παιδιά και όλα γενικά τα του σπιτιού για τις οικοδέσποινες που ξεκίναγαν από την διαδικασία της μπουγάδας (ήταν και αυτή μια πολύ σοβαρή απασχόληση και έννοια διότι δεν υπήρχαν οικιακά πλυντήρια) και έφτανε μέχρι την παρασκευή οικιακών προϊόντων, διότι έπρεπε να καταναλωθούν οι πρώτες ύλες (γάλα, αυγά) που σε αφθονία τα προσέφερε η ντόπια κοινωνία στην εξουσία.

Η διασκέδαση, ακόμα πιο κάτω από το μηδέν. Εκεί ήταν ακόμα πιο δύσκολα τα πράγματα. Το καφενείο ήταν για τους άντρες. Το κουτσομπο
λιό που παραμένει ένα είδος πνευματικής απασχόλησης με τα κοινά, απαγορευόταν δια ροπάλου, τι θα πούνε οι γύρω ότι είμαστε ίσα και όμοια; Άρα τι έμενε; Η εκκλησία - κάτι ήταν και αυτό, αλλά έγινε τρόπος ζωής που σιγά-σιγά πέρασε και στα βλαστάρια της οικογένειας, τα οποία, φυσικό επόμενο, γαλουχήθηκαν με αυτές τις αρχές. Κορωνίδα όλων, των περί τα εκκλησιαστικά πράγματα και θάματα ασχολουμένων ήταν το «πίστευε και μη ερεύνα».

Αλίμονο αν τολμούσες να αμφισβητήσεις τα ιερά της εκκλησίας και έκανες ερώτηση πέραν αυτών, στα οποία μπορούσε να σου δώσει μια αληθοφανή εξήγηση ο παπάς. Εκείνη την εποχή δεν υπήρχαν τα Blogs ούτε ο Σ. Φραγκόπουλος, , ώστε να σου δείχνει με εικόνες και να ανατρέπει με κείμενα το «πίστευε και μη ερεύνα».

Οπότε, «βλάσφημος!» έβγαζε την ετυμηγορία ο παπάς, σε υποχρέωνε να κάνεις καμιά 30αρια μετάνοιες, να πεις 20 πάτερ ημών και να μην κοινωνήσεις για 2 χρόνια. Άσε δε που το μάθαινε όλοι και γινόσουν ο αλαφροΐσκιωτος της περιοχής, οπότε ο νοήμων και σκεπτόμενος άνθρωπος προκειμένου να αποφύγει όλα αυτά τα δεινά, ακολουθούσε με το
σώμα τα δρώμενα και άφηνε το μυαλό του ελεύθερο να σεργιανάει και να ταξιδεύει.

Ο δικός μας όμως δεν ήταν ούτε νοήμων ούτε σκεπτόμενος σχετικά με τα εκκλησιαστικά. Προσκολλήθηκε σε όλα αυτά που διδάσκανε το κατηχητικό και δεν αναρωτήθηκε ποτέ ούτε «γιατί», ούτε «πώς». Πάει τέλειωσε, όλα ήταν καλώς γενόμενα «πίστευε και μη ερεύνα», διότι είναι μεγάλη αμαρτία να θίγουμε τα «καλώς» κείμενα!

Πέρασαν τα χρόνια, ήρθαν οικογενειακώς στη μεγαλούπολη και ήρθε η ώρα να παντρευτεί. Η μέλλουσα γυναίκα του ήταν από μεσοαστική οικογένεια που πίστευε και εκκλησιαζόταν όχι κάθε Κυριακή, αλλά στις γιορτές, το Πάσχα, τα Χριστούγεννα και γενικά τις επίσημες μέρες της Χριστιανοσύνης.

Παντρεύτηκαν λοιπόν και με την πρώτη επίσκεψη της πεθεράς στο σπίτι, γυρόφερνε αυτή με το μάτι ψάχνοντας κάτι. Η κοπέλα δεν κατάλαβε τι ακριβώς έψαχνε, μέχρι που της το πέταξε – «Καντήλι δεν έχεις;» «Όχι!» απαντάει αυτή. – «Σπίτι σας δεν ανάβατε καντήλι;» συνεχίζει η πεθερά. «Βεβαίως» απαντάει η κοπέλα, «κάθε βράδυ ανάβαμε φωτάκι να φέγγει και το δωμάτιο». Δεν απάντησε η πεθερά, αλλά την επομένη της έστειλε πεσκέσι, καντήλι, θυμιατό, καρβουνάκια, λιβάνι και μια σακούλα λουμίνια με οδηγίες να τα βάζει 2-2 μαζί να ανάβουν καλύτερα .

Κατέβασε πολλά καντήλια από μέσα της η νιόπαντρη, έκανε πως δεν κατάλαβε, ανέχθηκε πολλά υπονοούμενα για το πώς πρέπει να συμπεριφέρεται η καλή χριστιανική οικογένεια και μάλιστα η ορθόδοξη. Η πεθερά δε, αφού κατάλαβε ότι η νύφη της δεν ανταποκρίνεται στα εκκλησιαστικά ιδεώδη της οικογένειας, αποφάσισε τουλάχιστον, όσο μπορεί, να της μάθει πλαγίως κάποια πράγματα που έπρεπε κάθε καλή χριστιανή να κατέχει.

Παραμονή κάθε μεγάλης εορτής, την έπαιρνε τηλέφωνο και της έλεγε μαζί με όλα τα άλλα – «Μην ξεχάσεις κόρη μου, αύριο του Αι-Γιάννη του νηστευτή, μεγάλη χάρη του, δεν τρώνε λάδι» ή «Αύριο η ύψωση του Τιμίου του Σταυρού δεν τρώνε λάδι» και ένα σωρό τέτοια.

Έκανε μεγάλο αγώνα για να διαχωρίσει τη θέσης της από τον θρησκευόμενο άντρα της, που δεν είχε πάντα το επιθυμητό αποτέλεσμα και πολλές φορές γινόταν αποδέκτης κηρύγματος για την καταρράκωση των χριστιανικών ηθών και για τα δεινά που θα επιφέρει στην οικογένεια η έλλειψη χριστιανικής αγωγής εκ μέρους της και το κακό παράδειγμα που δίνει στα παιδιά τους. Κάθε Κυριακή πρωί έπρεπε να πάνε στην εκκλησία, όχι ότι είναι κακό, αλλά όταν σου το επιβάλουνε γίνεται βραχνάς.

Τις μεγάλες νηστείες πριν το Πάσχα και τα Χριστούγεννα, αλίμονό της αν Τετάρτη και Παρασκευή είχε μαγειρέψει κάτι άλλο εκτός από νηστίσιμο. Νηστεία μέχρις εσχάτων τη Μεγάλη Εβδομάδα, μια φορά δε βάφοντας τα αυγά τη Μ. Πέμπτη και στα παρακάλια του μικρού της παιδιού -4 ετών σημειωτέον- που τα είδε κόκκινα, του έδωσε να φάει ένα αυγό. Ο μικρός γεμάτος χαρά το είπε στον μπαμπά το βράδυ που γύρισε και τότε έγινε η σταύρωση της άπιστης που δεν σέβεται τη χριστιανική θρησκεία και τα έθιμα.

Μια Κυριακή πρωί που γύρισε στο σπίτι από την εκκλησία και την βρήκε να κεντάει περιμένοντάς τον, άρχισε να βγάζει λογύδριο περί της διάδοσης και εξάπλωσης της αίρεσης των Ιεχωβάδων και ότι αυτή ήταν ένα παράδειγμα, όπως τόσες άλλες γυναίκες που, αντί να πηγαίνουν στην εκκλησία την Κυριακή, αμαρτάνουν ασχολούμενες με δουλειές του σπιτιού ή κεντάνε. Έβγαλε λόγο για αυτό το θέμα σήμερα στην εκκλησία ο Δεσπότης, της τόνισε, για να της επισημάνει το σοβαρό της υποθέσεως.

Δεν άντεξε πια ….
«Να πεις του Δεσπότη», του είπε, «να κάνει αυτός τις καθημερινές δουλειές των εργαζομένων γυναικών, ώστε να ξεκουράζονται τις Κυριακές και να πηγαίνουν να ακούνε τους βαρύγδουπους λόγους του».

Το ότι ο σύζυγος έβριζε σαν νταλικέρης ιερά και όσια, όταν κατά την άποψη του καταπατούσαν τα «δίκια του», ήταν αλλουνού παπά ευαγγέλιο. Τα δικά μας δεν τα κρίνουμε πάντα οι βρισιές των άλλων μας ενοχλούν. Ο φαρισαϊσμός σε όλο του το μεγαλείο.

Και πόσα άλλα κατάλοιπα της επαρχιακής νοοτροπίας κουβαλούσε μέσα του. Πηγαίνανε στο πάρκο να παίξουνε τα παιδιά με τα καλά τους, με λουστρίνια παπούτσια και άσπρες κάλτσες, είχε δε την απαίτηση να παίζουνε μεν, να μην λερώνονται δε, διότι η μαμά του τον έστελνε σχολείο με τα καλά του τα ρούχα , έπρεπε να ξεχωρίζει από τα άλλα παιδιά του και αλίμονό του αν γύρναγε λερωμένος. Οπότε τα κατάλοιπα αυτής της συμπεριφοράς ήθελε να τα περάσει στα δικά του παιδιά και δεν μπορούσε να καταλάβει ότι, από τότε που έπαιζε ο ίδιος, είχε περάσει μια ολόκληρη γενιά και βάλε.

Ακόμα δεν έχει αποβάλει από μέσα του, αν και έχουν περάσει τόσα χρόνια πια, το σύνδρομο του τι θα πουν οι άλλοι και πως θα μας δουν οι άλλοι. Κατανάλωσε το μεγαλύτερο μέρος της κοινής τους ζωής προσκολλημένος σε αυστηρά τυπικά πράγματα που ουσιαστικά δεν έχουν κανένα νόημα. Έχασε τα ωραιότερα χρόνια της παιδικής ηλικίας των παιδιών του προσπαθώντας να τους επιβάλλει τα δικά του λανθασμένα βιώματα. Καιγότανε το δάσος και αυτός προσπαθούσε να σώσει το δέντρο .

Τώρα κανείς δεν του δίνει πια σημασία και απλά τον θεωρούν γραφικό με τις θρησκευτικές προσηλώσεις και τις εμμονές του στις τυπολατρίες .