9. Ο Εγωιστής
της Ισμήνης
Όλα δικά του, όλα τα ξέρει αυτός και μόνο, έχει άποψη επί παντός επιστητού και δεν δέχεται την άποψη των άλλων. Αν σου τύχει δίπλα σου ένα τέτοιο φρούτο πάει χαντακώθηκες δια παντός. Επί 24ώρου βάσεως ζει και αναπνέει με τα μεγαλεία της θέσεώς του, που ναι μεν όταν ήταν εν ενεργεία καλώς την είχε, αλλά δεν ήταν δα και ο πρώτος ούτε ο τελευταίος. Μεθούσε με την εξουσία που του έδινε η θέση και το τσάκισμα της μέσης των κατωτέρων, χωρίς να συνειδητοποιεί ότι και αυτός τσάκιζε τη μέση του σε κάποιούς ανώτερους.
Μη μιλάς εσύ, ξέρω εγώ! Πόσες φορές έχει ακουστεί αυτό το μότο… Διάβασε και καμία εφημερίδα, όπως διαβάζω εγώ! Ενημερώσου, όπως το κάνω εγώ!
Καλά, αν κάνετε την ανοησία και πιάστε κουβέντα μαζί του ή του αναφέρετε ένα θέμα, πάει την πατήσατε. Ανατρέπει όλα όσα εσείς είπατε, διότι σαφώς δεν γνωρίζετε και ξεκινάει ένα βαρετό μονόλογο μπλέκοντας ένα σωρό ανούσια πράγματα, που την επόμενη φορά δεν διανοείσθε να κάνετε συζήτηση.
Το αυτοκίνητό του συνέχιση του εγώ του, διαλεγμένο ώστε να τραβάει την προσοχή και να παραμερίζουν όλοι στο πέρασμά του. Θα μου πείτε τώρα, χαράς το πράγμα, όλοι οι νεοέλληνες αγοράζουν αυτοκίνητο όχι με γνώμονα της ανάγκες της οικογένειας και τη δυνατότητα της τσέπης τους, αλλά για τον γείτονα και τους φίλους!
Είχε την απαίτηση κάθε φορά που γυρνάει στο σπίτι του να βρίσκει χώρο να παρκάρει το αυτοκίνητο, αν ήταν δυνατόν μπροστά στην πόρτα του. Κι επειδή αυτό δεν ήταν δυνατόν, σκέφθηκε ένα τρόπο να παρκάρει δωρεάν και ασφαλώς. Κόλλησε στον πεθερό του να αγοράσει στην κόρη του ( ήξερε ότι θα το έκανε, της είχε αδυναμία – του φόρτωσε και όλα τα λειτουργικά έξοδα) ένα αυτοκινητάκι, δήθεν να πηγαίνει τα εγγόνια του βόλτα. Και ξέρετε τι έκανε; Παρκάρισε το μικρό μπροστά στην πόρτα της εισόδου με ανάλογο κενό βέβαια και κάθε φορά που επέστρεφε άλλαζε τα αυτοκίνητα. Το μικρό αυτοκίνητο κάπου έβρισκε να το παρκάρει, το μεγάλο όμως ήταν δύσκολο και εξ άλλου, είπαμε, έπρεπε να είναι σε απόσταση αναπνοής. Αν δε ζήταγε η γυναίκα να μετακινηθεί με το δικό της αυτοκίνητο βρε αδερφέ , η απάντηση ήταν –Εγώ που θα βρω μετά να παρκάρω;
Η έξοδος σε κάποιο κέντρο διασκέδασης ή σε ρεστοράν, γινόταν θέατρο του παραλόγου. Αυτός έπρεπε να διαλέξει το μέρος, αυτός έπρεπα να διαλέξει το φαγητό, διότι αυτός τα ήξερε όλα καλύτερα και αλίμονο αν τα γκαρσόνια τολμούσαν να του προτείνουν κάτι άλλο, εκτός γνώσεων του, -Αμερικανάκι με περάσατε βρε; τους έλεγε που θέλετε να μου πασάρετε τη χθεσινή σας σαβούρα να φάω; Η κοινή τους παρέα στη αρχή το δέχθηκε κάτι σαν, άστον να αποφασίζει να μην ψαχνόμαστε εμείς, αλλά με τις πολλές φορές και την προσοχή που τραβούσαν από τις φωνές του, αραίωσαν τις κοινές εξόδους .
Μια φορά είχαν πάει εκδρομή στα Καλάβρυτα, 25 Μαρτίου, ήταν πια υπερήφανος για τον τόπο καταγωγής του. Στην κεντρική πλατεία στέκονταν όλοι και παρακολουθούσαν την παρέλαση που γίνεται κάθε χρόνο. Μαθητές, σημαιάκια, στολές, αγήματα, επίσημοι, Δήμαρχος και ένα σωρό τέτοια που χαρακτηρίζουν τις παρελάσεις στις εθνικές επετείους και δη στα αιματοβαμμένα Καλάβρυτα.
Κουρασμένη η παρέα παρακολουθούσε μάλλον αδιάφορα, όπως και οι υπόλοιποι, την παρέλαση, περιμένοντας να τελειώσει να πάνε για κανένα κοψίδι. Οπότε ξαφνικά τον έπιασε το πατριωτικό μένος και τον συνεπήρε η εθνική υπερηφάνεια της καταγωγής του, ο εγωισμός δεν συγχωρούσε το ότι σε ένα τέτοιο πατριωτικό μεγαλείο, υπάρχει κόσμος που μένει ασυγκίνητος. Προχωράει ο δικός μας 2 βήματα εμπρός και αρχίζει να φωνάζει –«Ντροπή σας βρε! Περνάει ο ελληνικός στρατός, περνάει η ελληνική σημαία, τα υπερήφανα νιάτα και κανείς σας δεν στέκεται προσοχή; Αν πέρναγαν τίποτα αμερικανάκια όλοι θα χειροκροτούσατε….. ντροπή σας βρε! Η πατρίδα μου θυσίασε ανθρώπους για να είσαστε εσείς εδώ σήμερα». Δεν χρειάζεται να σας πω την κατάληξη της εκδρομής βέβαια.
Και ας αναφέρουμε και στα πιο απλά πράγματα, ας πούμε ότι έτσι κατά λάθος πήγατε μαζί να ψωνίσετε στη λαϊκή αγορά. Εδώ την πάθατε, διότι αν σου ξεφύγει και απλώσεις το χέρι σου να βάλεις μια ντομάτα στην χαρτοσακούλα που έχει στα χέρια του, την βγάζει αμέσως έξω και σε κατακεραυνώνει λέγοντάς σου ότι δεν είναι καλή - άσε μην ανακατεύεσαι, ξέρω εγώ να ψωνίζω! Και αναρωτιέσαι, τότε τι μου είπες πάμε μαζί για ψώνια … για να σέρνω το καρότσι; Όλοι οι μαγαζάτορες, λέει, του δίνουν το καλύτερο πράγμα, γιατί «ξέρω να ψωνίζω» και «κανένας δεν με κοροϊδεύει» .
Άμα έρχεται με το ταχυδρομείο ονομαστική επιστολή από την τράπεζα για έκδοση πιστωτικής κάρτας ή παροχής δανείου, ξέρετε δα πώς γίνονται αυτά, αμέσως καμαρώνει που η αναφορά της επιστολής γίνεται ονομαστικά και ακόμα τον υπολογίζουν λόγω της θέσεώς του και του κύρους του. Ου γαρ έρχεται μόνον !
Οι δημόσιες συναλλαγές του έχουν ακόμα τη χροιά του: ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Αν δε κάποιος από τους φίλους των παιδιών του, από ευγένεια κάτσει να συζητήσει μαζί του, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα έχει «φλομώσει» κοινώς, από τα περασμένα μεγαλεία και κάνει απελπισμένες προσπάθειες διαφυγής.
Ακόμα και τα περιουσιακά της γυναίκας του τα υπολογίζει δικά του. Συνέχεια τον ακούν να κομπάζει: έχω ένα σπίτι στο Μαραθώνα, έχω ένα σπίτι στον Άγιο Γιάννη, έχω εισόδημα από εσπεριδοειδή, έχω εισόδημα από λάδι. Δικά μου, δικά σου, δικά μου … έτσι δεν έκανε τη μοιρασιά ο καραγκιόζης;
Μη μιλάς εσύ, ξέρω εγώ! Πόσες φορές έχει ακουστεί αυτό το μότο… Διάβασε και καμία εφημερίδα, όπως διαβάζω εγώ! Ενημερώσου, όπως το κάνω εγώ!
Καλά, αν κάνετε την ανοησία και πιάστε κουβέντα μαζί του ή του αναφέρετε ένα θέμα, πάει την πατήσατε. Ανατρέπει όλα όσα εσείς είπατε, διότι σαφώς δεν γνωρίζετε και ξεκινάει ένα βαρετό μονόλογο μπλέκοντας ένα σωρό ανούσια πράγματα, που την επόμενη φορά δεν διανοείσθε να κάνετε συζήτηση.
Το αυτοκίνητό του συνέχιση του εγώ του, διαλεγμένο ώστε να τραβάει την προσοχή και να παραμερίζουν όλοι στο πέρασμά του. Θα μου πείτε τώρα, χαράς το πράγμα, όλοι οι νεοέλληνες αγοράζουν αυτοκίνητο όχι με γνώμονα της ανάγκες της οικογένειας και τη δυνατότητα της τσέπης τους, αλλά για τον γείτονα και τους φίλους!
Είχε την απαίτηση κάθε φορά που γυρνάει στο σπίτι του να βρίσκει χώρο να παρκάρει το αυτοκίνητο, αν ήταν δυνατόν μπροστά στην πόρτα του. Κι επειδή αυτό δεν ήταν δυνατόν, σκέφθηκε ένα τρόπο να παρκάρει δωρεάν και ασφαλώς. Κόλλησε στον πεθερό του να αγοράσει στην κόρη του ( ήξερε ότι θα το έκανε, της είχε αδυναμία – του φόρτωσε και όλα τα λειτουργικά έξοδα) ένα αυτοκινητάκι, δήθεν να πηγαίνει τα εγγόνια του βόλτα. Και ξέρετε τι έκανε; Παρκάρισε το μικρό μπροστά στην πόρτα της εισόδου με ανάλογο κενό βέβαια και κάθε φορά που επέστρεφε άλλαζε τα αυτοκίνητα. Το μικρό αυτοκίνητο κάπου έβρισκε να το παρκάρει, το μεγάλο όμως ήταν δύσκολο και εξ άλλου, είπαμε, έπρεπε να είναι σε απόσταση αναπνοής. Αν δε ζήταγε η γυναίκα να μετακινηθεί με το δικό της αυτοκίνητο βρε αδερφέ , η απάντηση ήταν –Εγώ που θα βρω μετά να παρκάρω;
Η έξοδος σε κάποιο κέντρο διασκέδασης ή σε ρεστοράν, γινόταν θέατρο του παραλόγου. Αυτός έπρεπε να διαλέξει το μέρος, αυτός έπρεπα να διαλέξει το φαγητό, διότι αυτός τα ήξερε όλα καλύτερα και αλίμονο αν τα γκαρσόνια τολμούσαν να του προτείνουν κάτι άλλο, εκτός γνώσεων του, -Αμερικανάκι με περάσατε βρε; τους έλεγε που θέλετε να μου πασάρετε τη χθεσινή σας σαβούρα να φάω; Η κοινή τους παρέα στη αρχή το δέχθηκε κάτι σαν, άστον να αποφασίζει να μην ψαχνόμαστε εμείς, αλλά με τις πολλές φορές και την προσοχή που τραβούσαν από τις φωνές του, αραίωσαν τις κοινές εξόδους .
Μια φορά είχαν πάει εκδρομή στα Καλάβρυτα, 25 Μαρτίου, ήταν πια υπερήφανος για τον τόπο καταγωγής του. Στην κεντρική πλατεία στέκονταν όλοι και παρακολουθούσαν την παρέλαση που γίνεται κάθε χρόνο. Μαθητές, σημαιάκια, στολές, αγήματα, επίσημοι, Δήμαρχος και ένα σωρό τέτοια που χαρακτηρίζουν τις παρελάσεις στις εθνικές επετείους και δη στα αιματοβαμμένα Καλάβρυτα.
Κουρασμένη η παρέα παρακολουθούσε μάλλον αδιάφορα, όπως και οι υπόλοιποι, την παρέλαση, περιμένοντας να τελειώσει να πάνε για κανένα κοψίδι. Οπότε ξαφνικά τον έπιασε το πατριωτικό μένος και τον συνεπήρε η εθνική υπερηφάνεια της καταγωγής του, ο εγωισμός δεν συγχωρούσε το ότι σε ένα τέτοιο πατριωτικό μεγαλείο, υπάρχει κόσμος που μένει ασυγκίνητος. Προχωράει ο δικός μας 2 βήματα εμπρός και αρχίζει να φωνάζει –«Ντροπή σας βρε! Περνάει ο ελληνικός στρατός, περνάει η ελληνική σημαία, τα υπερήφανα νιάτα και κανείς σας δεν στέκεται προσοχή; Αν πέρναγαν τίποτα αμερικανάκια όλοι θα χειροκροτούσατε….. ντροπή σας βρε! Η πατρίδα μου θυσίασε ανθρώπους για να είσαστε εσείς εδώ σήμερα». Δεν χρειάζεται να σας πω την κατάληξη της εκδρομής βέβαια.
Και ας αναφέρουμε και στα πιο απλά πράγματα, ας πούμε ότι έτσι κατά λάθος πήγατε μαζί να ψωνίσετε στη λαϊκή αγορά. Εδώ την πάθατε, διότι αν σου ξεφύγει και απλώσεις το χέρι σου να βάλεις μια ντομάτα στην χαρτοσακούλα που έχει στα χέρια του, την βγάζει αμέσως έξω και σε κατακεραυνώνει λέγοντάς σου ότι δεν είναι καλή - άσε μην ανακατεύεσαι, ξέρω εγώ να ψωνίζω! Και αναρωτιέσαι, τότε τι μου είπες πάμε μαζί για ψώνια … για να σέρνω το καρότσι; Όλοι οι μαγαζάτορες, λέει, του δίνουν το καλύτερο πράγμα, γιατί «ξέρω να ψωνίζω» και «κανένας δεν με κοροϊδεύει» .
Άμα έρχεται με το ταχυδρομείο ονομαστική επιστολή από την τράπεζα για έκδοση πιστωτικής κάρτας ή παροχής δανείου, ξέρετε δα πώς γίνονται αυτά, αμέσως καμαρώνει που η αναφορά της επιστολής γίνεται ονομαστικά και ακόμα τον υπολογίζουν λόγω της θέσεώς του και του κύρους του. Ου γαρ έρχεται μόνον !
Οι δημόσιες συναλλαγές του έχουν ακόμα τη χροιά του: ξέρεις ποιος είμαι εγώ; Αν δε κάποιος από τους φίλους των παιδιών του, από ευγένεια κάτσει να συζητήσει μαζί του, σε ελάχιστο χρονικό διάστημα έχει «φλομώσει» κοινώς, από τα περασμένα μεγαλεία και κάνει απελπισμένες προσπάθειες διαφυγής.
Ακόμα και τα περιουσιακά της γυναίκας του τα υπολογίζει δικά του. Συνέχεια τον ακούν να κομπάζει: έχω ένα σπίτι στο Μαραθώνα, έχω ένα σπίτι στον Άγιο Γιάννη, έχω εισόδημα από εσπεριδοειδή, έχω εισόδημα από λάδι. Δικά μου, δικά σου, δικά μου … έτσι δεν έκανε τη μοιρασιά ο καραγκιόζης;