(της Πόπης Διαμαντάκου, ΤΑ ΝΕΑ, 07/11/2009)
Η θρησκεία εκφράζει την ανάγκη του ανθρώπου να ζει εν κοινωνία, μέσα σε δομές, σύμφωνα με νόμους και τελετουργίες που μπορεί να έχουν ή και να μην έχουν σχέση με μια υπερβατικότητα. Είναι ένας τρόπος να προφυλασσόμαστε διά μέσου της παράδοσης από τη μοναξιά και τον θάνατο, ουσιαστικά από τον υπαρξιακό φόβο. Πανίσχυρες ανθρώπινες ανάγκες. Ουδείς τις αρνείται.
Το πρόβλημα αρχίζει όταν αυτές εμπλέκονται μέσω της ανάγκης για φιλανθρωπία των πιστών με τη δύναμη του πλούτου που εξασφαλίζεται στην Εκκλησία. Και καταλήγει έτσι η ανακουφιστική παράδοση της θρησκείας άλλοθι για τον πλούτο. Που πρέπει να διατηρείται και να επαυξάνεται με προνομιακή μεταχείριση της Εκκλησίας από την πλευρά της πολιτείας. Εξ ου και ξεσηκώθηκε η Ιεραρχία με τη συζήτηση για την αλλαγή του νομικού της καθεστώτος από δημοσίου δικαίου σε ιδιωτικό. Κάτι τέτοιο θα σημάνει περισσότερους φόρους. Όχι μόνο.
Και περιορισμό της Εκκλησίας, θεσμικά και συμβολικά, στον ιδιωτικό χώρο, εκεί όπου ανήκει η πίστη, εκεί όπου ορίζει η δημοκρατία, η οποία έχει ανάγκη πολίτες με κρίση, ειδάλλως χάνεται το στοίχημά της. Το πρόβλημα είναι ότι η εμπλοκή ενός μηχανισμού ελέγχου των ψυχών και των συνειδήσεων, όπως είναι η Εκκλησία, με την πολιτική αποτελεί ολίσθημα προς τον ολοκληρωτισμό και η θρησκεία γίνεται χειρότερη από το κακό που υποτίθεται πως περιστέλλει.